εἰσάφασμα: Difference between revisions

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
(6_21)
(big3_13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσάφασμα''': τό, ἁφή, πιάσιμον, «εἰσαφάσματα· εἰσπτήματα, ἀπὸ τοῦ εἰσαφιέναι. ἢ σπαράγματα. Αἰσχύλος Προμηθεῖ Λυομένῳ» Ἡσύχ. (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 199).
|lstext='''εἰσάφασμα''': τό, ἁφή, πιάσιμον, «εἰσαφάσματα· εἰσπτήματα, ἀπὸ τοῦ εἰσαφιέναι. ἢ σπαράγματα. Αἰσχύλος Προμηθεῖ Λυομένῳ» Ἡσύχ. (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 199).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[impacto]] A.<i>Fr</i>.204.
}}
}}

Revision as of 12:08, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσάφασμα Medium diacritics: εἰσάφασμα Low diacritics: εισάφασμα Capitals: ΕΙΣΑΦΑΣΜΑ
Transliteration A: eisáphasma Transliteration B: eisaphasma Transliteration C: eisafasma Beta Code: ei)sa/fasma

English (LSJ)

[ᾰφ], ατος, τό,

   A touch, grasp, A.Fr.204 (pl.).

German (Pape)

[Seite 741] τό, das Anfassen, Aesch. frg. 185.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσάφασμα: τό, ἁφή, πιάσιμον, «εἰσαφάσματα· εἰσπτήματα, ἀπὸ τοῦ εἰσαφιέναι. ἢ σπαράγματα. Αἰσχύλος Προμηθεῖ Λυομένῳ» Ἡσύχ. (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 199).

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Prosodia: [-ᾰ-]
impacto A.Fr.204.