ἀμετάδοτος: Difference between revisions
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
(6_18) |
(big3_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμετάδοτος''': -ον, ὁ μὴ μεταδιδοὺς τινί τι, Βασίλ.: - ὁ μὴ μετέχων, δηλ. ἀφωρισμένος τῆς κοινωνίας τῆς Ἐκκλησίας, Βυζ. Ἐπίρ. ἀμεταδότως ζῆν = ζῶ χωρὶς νὰ [[μεταδίδω]] τι εἴς τινα, Πλούτ. 2.225D. | |lstext='''ἀμετάδοτος''': -ον, ὁ μὴ μεταδιδοὺς τινί τι, Βασίλ.: - ὁ μὴ μετέχων, δηλ. ἀφωρισμένος τῆς κοινωνίας τῆς Ἐκκλησίας, Βυζ. Ἐπίρ. ἀμεταδότως ζῆν = ζῶ χωρὶς νὰ [[μεταδίδω]] τι εἴς τινα, Πλούτ. 2.225D. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no participado]], [[secreto]], [[ἀπόρρητος]] ἀ. ὑφήγησις Vett.Val.331.6, πραγματεία <i>PMag</i>.4.256<br /><b class="num">•</b>[[de lo que no se ha dado parte]], [[no público]] [[δημοσίωσις]] <i>SB</i> 7634.40 (III a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[no participable]], [[no comunicable]] ἀ. γὰρ ἡ [[δόξα]] τοῦ Παντοχράτορος pues la gloria del Omnipotente no es comunicable</i> Eun.Cyz. en Gr.Nyss.M.45.520A.<br /><b class="num">3</b> [[que no participa]] ἀθύτων πελάνων Sch.E.<i>Hipp</i>.145<br /><b class="num">•</b>abs. [[tacaño]] [[βίος]] Nic.Dam.138, (οἱ κόλακες) πληκτικοὶ καὶ ἄποροι καὶ ἀ. καὶ ἄχρ<ε>ιοι Epict.<i>Sent</i>.6.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin hacer partícipe de nada]], [[sin dar nada]] ζῆν Plu.2.525c. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not imparting, sharing, τινός Sch.E.Hipp.145: abs., niggardly, βίος Nic.Dam.p.144b28D.; of persons, opp. κοινωνητικοί, Epict.Sent.6. Adv. -ως, ζῆν live without giving to any one, Plu.2.525d. II Pass., not imparted, secret, ὑφήγησις Vett.Val.331.6, cf.PMag.Par.1.256.
German (Pape)
[Seite 122] nicht mittheilend, Plut. cup. div. 5, im adv.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάδοτος: -ον, ὁ μὴ μεταδιδοὺς τινί τι, Βασίλ.: - ὁ μὴ μετέχων, δηλ. ἀφωρισμένος τῆς κοινωνίας τῆς Ἐκκλησίας, Βυζ. Ἐπίρ. ἀμεταδότως ζῆν = ζῶ χωρὶς νὰ μεταδίδω τι εἴς τινα, Πλούτ. 2.225D.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no participado, secreto, ἀπόρρητος ἀ. ὑφήγησις Vett.Val.331.6, πραγματεία PMag.4.256
•de lo que no se ha dado parte, no público δημοσίωσις SB 7634.40 (III a.C.).
2 no participable, no comunicable ἀ. γὰρ ἡ δόξα τοῦ Παντοχράτορος pues la gloria del Omnipotente no es comunicable Eun.Cyz. en Gr.Nyss.M.45.520A.
3 que no participa ἀθύτων πελάνων Sch.E.Hipp.145
•abs. tacaño βίος Nic.Dam.138, (οἱ κόλακες) πληκτικοὶ καὶ ἄποροι καὶ ἀ. καὶ ἄχρ<ε>ιοι Epict.Sent.6.
II adv. -ως sin hacer partícipe de nada, sin dar nada ζῆν Plu.2.525c.