ἀναπλήθω: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6_20) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναπλήθω''': ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἀναπίμπλημι]], κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. ([[διότι]] τὸ ἀναπλήσω, ἀνέπλησα, ἀνήκουσιν εἰς τὸ [[ἀναπίμπλημι]]. Ἴδε Κοραῆν εἰς Ἡλιόδ. τόμ. 2. σ. 123, Βαστίου Ἐπιστ. Κριτ. σ. 138), Κόϊντ. Σμ. 11. 312. 2) ἀμετάβ., εἶμαι [[πλήρης]], ὁ αὐτ. 13. 22. | |lstext='''ἀναπλήθω''': ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἀναπίμπλημι]], κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. ([[διότι]] τὸ ἀναπλήσω, ἀνέπλησα, ἀνήκουσιν εἰς τὸ [[ἀναπίμπλημι]]. Ἴδε Κοραῆν εἰς Ἡλιόδ. τόμ. 2. σ. 123, Βαστίου Ἐπιστ. Κριτ. σ. 138), Κόϊντ. Σμ. 11. 312. 2) ἀμετάβ., εἶμαι [[πλήρης]], ὁ αὐτ. 13. 22. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[llenar]], [[cubrir]] ἠύτε δένδρεα μακρὰ ... ἀναπλήσωσι φάραγγας Q.S.8.131, cf. 13.22 (cód.)<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[llenarse]], [[cubrirse]] πάντῃ δ' ἀναπλήθεται εὐρὺς αἰγιαλός Q.S.11.312. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 21 August 2017
English (LSJ)
poet. for ἀναπίμπλημι, Q.S.11.312. 2 intr., to be full, Id.13.22.
German (Pape)
[Seite 202] = ἀναπίμπλημι, bes. besudeln, Heliodor.; intrans., voll sein, Qu. Sm. 13, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπλήθω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀναπίμπλημι, κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (διότι τὸ ἀναπλήσω, ἀνέπλησα, ἀνήκουσιν εἰς τὸ ἀναπίμπλημι. Ἴδε Κοραῆν εἰς Ἡλιόδ. τόμ. 2. σ. 123, Βαστίου Ἐπιστ. Κριτ. σ. 138), Κόϊντ. Σμ. 11. 312. 2) ἀμετάβ., εἶμαι πλήρης, ὁ αὐτ. 13. 22.
Spanish (DGE)
llenar, cubrir ἠύτε δένδρεα μακρὰ ... ἀναπλήσωσι φάραγγας Q.S.8.131, cf. 13.22 (cód.)
•en v. med. llenarse, cubrirse πάντῃ δ' ἀναπλήθεται εὐρὺς αἰγιαλός Q.S.11.312.