ἀνασηκόω: Difference between revisions

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
(6_5)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνασηκόω''': ἀναπληρῶ τὸ ἐλλεῖπον διὰ τῆς προσθήκης βάρους, ἀποζημιῶ, ὡς τὸ [[ἀντισηκόω]], Λατ. rependere, τὴν μεταβολὴν Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 388. πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 583· αἱ γενέσεις ἀνασηκοῦσι τὰς φθορὰς Ἀριστ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 696. Ἴδε Ἀριστ. περὶ Κόσμου 5. 13, [[ἔνθα]] τὰ χειρόγρ. ἔχουσιν ἐπαναστέλλουσιν.
|lstext='''ἀνασηκόω''': ἀναπληρῶ τὸ ἐλλεῖπον διὰ τῆς προσθήκης βάρους, ἀποζημιῶ, ὡς τὸ [[ἀντισηκόω]], Λατ. rependere, τὴν μεταβολὴν Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 388. πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 583· αἱ γενέσεις ἀνασηκοῦσι τὰς φθορὰς Ἀριστ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 696. Ἴδε Ἀριστ. περὶ Κόσμου 5. 13, [[ἔνθα]] τὰ χειρόγρ. ἔχουσιν ἐπαναστέλλουσιν.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[compensar]] τὴν μεταβολήν Hp.<i>Acut</i>.29, αἱ μὲν γενέσεις ἀνασηκοῦσι τὰς φθοράς l. de Stob.1.40 (p.272) a Arist.<i>Mu</i>.397<sup>b</sup>3, cf. Ar.<i>Fr</i>.743, D.C.50.3.1.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[encogerse]] ὦμοι παλλόμενοι καὶ ἀνασηκούμενοι Gr.Naz.M.35.692B.
}}
}}

Revision as of 12:13, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασηκόω Medium diacritics: ἀνασηκόω Low diacritics: ανασηκόω Capitals: ΑΝΑΣΗΚΟΩ
Transliteration A: anasēkóō Transliteration B: anasēkoō Transliteration C: anasikoo Beta Code: a)nashko/w

English (LSJ)

   A make up what is wanting by adding weight, compensate for, τὴν μεταβολήν Hp.Acut.29, cf. Ar.Fr.743; αἱ γενέσεις ἀ. τὰς φθοράς Arist. ap. Stob.1.34.2 (where in Mu.397b3 codd. give ἐπαναστέλλουσι).

German (Pape)

[Seite 207] durch ein zugesetztes Gewicht das Fehlende ersetzen, oder die Wirkungverändern, Hippocr., B. A. ἀντιθεῖναι καὶ ἀντιστῆσαι, auch ἀνταποδοῦναι, Suid., der Ar. citirt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασηκόω: ἀναπληρῶ τὸ ἐλλεῖπον διὰ τῆς προσθήκης βάρους, ἀποζημιῶ, ὡς τὸ ἀντισηκόω, Λατ. rependere, τὴν μεταβολὴν Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 388. πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 583· αἱ γενέσεις ἀνασηκοῦσι τὰς φθορὰς Ἀριστ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 696. Ἴδε Ἀριστ. περὶ Κόσμου 5. 13, ἔνθα τὰ χειρόγρ. ἔχουσιν ἐπαναστέλλουσιν.

Spanish (DGE)

1 compensar τὴν μεταβολήν Hp.Acut.29, αἱ μὲν γενέσεις ἀνασηκοῦσι τὰς φθοράς l. de Stob.1.40 (p.272) a Arist.Mu.397b3, cf. Ar.Fr.743, D.C.50.3.1.
2 en v. med. encogerse ὦμοι παλλόμενοι καὶ ἀνασηκούμενοι Gr.Naz.M.35.692B.