ἀνδίκτης: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(6_19)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνδίκτης''': -ου, ὁ, ἀντὶ ἀναδίκτης ([[ἀναδικεῖν]]), «τὸ ἀναρριπτόμενον τῆς μυάγρας [[ξύλον]]» Ἡσύχ., [[ὅπερ]] καὶ [[ῥόπτρον]] λέγεται· κατὰ Σουΐδαν [[ὅμως]] καὶ Ἐτυμ. Μ. ὁ [[ἀνδίκτης]] ἦτο [[εἶδος]] παγίδος· πρβλ. καὶ Καλλιμ. Ἀποσπ. 233.
|lstext='''ἀνδίκτης''': -ου, ὁ, ἀντὶ ἀναδίκτης ([[ἀναδικεῖν]]), «τὸ ἀναρριπτόμενον τῆς μυάγρας [[ξύλον]]» Ἡσύχ., [[ὅπερ]] καὶ [[ῥόπτρον]] λέγεται· κατὰ Σουΐδαν [[ὅμως]] καὶ Ἐτυμ. Μ. ὁ [[ἀνδίκτης]] ἦτο [[εἶδος]] παγίδος· πρβλ. καὶ Καλλιμ. Ἀποσπ. 233.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[ratonera]] Call.<i>Fr</i>.177.33, cf. Poll.10.156, Hsch.
}}
}}

Revision as of 12:13, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδίκτης Medium diacritics: ἀνδίκτης Low diacritics: ανδίκτης Capitals: ΑΝΔΙΚΤΗΣ
Transliteration A: andíktēs Transliteration B: andiktēs Transliteration C: andiktis Beta Code: a)ndi/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, for ἀναδίκτης (ἀναδικεῖν),

   A catch of a mousetrap, Call.Fr.233.

German (Pape)

[Seite 216] (ἀναδίκω), ὁ, Mausefalle, Callim. frg. 233 bei Poll. 10, 34.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδίκτης: -ου, ὁ, ἀντὶ ἀναδίκτης (ἀναδικεῖν), «τὸ ἀναρριπτόμενον τῆς μυάγρας ξύλον» Ἡσύχ., ὅπερ καὶ ῥόπτρον λέγεται· κατὰ Σουΐδαν ὅμως καὶ Ἐτυμ. Μ. ὁ ἀνδίκτης ἦτο εἶδος παγίδος· πρβλ. καὶ Καλλιμ. Ἀποσπ. 233.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ ratonera Call.Fr.177.33, cf. Poll.10.156, Hsch.