ἀνειδωλοποιέω: Difference between revisions
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
(Bailly1_1) |
(big3_4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />représenter, figurer;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνειδωλοποιέομαι-οῦμαι se représenter, se figurer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[εἰδωλοποιέω]]. | |btext=-ῶ :<br />représenter, figurer;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνειδωλοποιέομαι-οῦμαι se représenter, se figurer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[εἰδωλοποιέω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[concebir]], [[imaginar]] τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα Ph.2.59, ὅλον τὸν κόσμον S.E.<i>P</i>.3.155, ἀνειδωλοποιουμένης ψυχῆς τὸ συμφέρον αὐτῇ al imaginar el alma lo que le conviene</i>, <i>Placit</i>.5.2.3, τὰ ἀνειδωλοποιούμενα μέτρα esquemas concebidos por la mente</i> Longin.14.2<br /><b class="num">•</b>abs. ὥσπερ οἱ ποιηταὶ πολλάκις ἀνειδωλοποιοῦντες λέγουσιν como muchas veces dicen los poetas como ficción literaria</i> Plu.2.1113a, cf. <i>POxy</i>.3219.fr.2.1.11 (II d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[hacer objeto de veneración]] τι τῶν μὴ ὄντων Clem.Al.<i>Strom</i>.6.16.146, τὰς ἀράς Sch.A.<i>Ch</i>.406, νεκρῶν ... εἰκόνας Eus.<i>DE</i> 8 proem. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 21 August 2017
English (LSJ)
A represent in imagery, of poets, Plu.2.1113a; form a mental image of, imagine, τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα Ph.2.59, cf. S.E.P. 3.155:—Med., Placit.5.2.3:—Pass., τὰ ἀνειδωλοποιούμενα μέτρα patterns conceived in the mind, Longin.14.1.
German (Pape)
[Seite 220] = simplex, Plut. adv. Col. 11. Med. sich versinnlichen, plac. phil. 5, 2; Eust. 1398, 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνειδωλοποιέω: εἰδωλοποιέω, Πλούτ. 2. 1113Α, Σέξτ. Ἐμπ. Πυρρων, Ὑποτυπ. 3. 155: - Μέσ., σχηματίζω τὴν εἰκόνα ἢ ἰδέαν πράγματός τινος, ἀνειδωλοποιουμένης τῆς ψυχῆς τὸ συμφέρον αὐτῇ Πλούτ. 2. 904F: - Παθ., τὰ ἀνειδωλοποιούμενα μέτρα, ὑποδείγματα συλλαμβανόμενα ἐν τῷ νῷ, Λογγῖν. 14. 1. - Ἐντεῦθεν ἀνειδωλοποιία, ἡ, Κλήμ. Ἀλ. 627· καὶ ἀνειδωλοποίησις, εως, ἡ, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 189.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
représenter, figurer;
Moy. ἀνειδωλοποιέομαι-οῦμαι se représenter, se figurer.
Étymologie: ἀνά, εἰδωλοποιέω.
Spanish (DGE)
1 concebir, imaginar τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα Ph.2.59, ὅλον τὸν κόσμον S.E.P.3.155, ἀνειδωλοποιουμένης ψυχῆς τὸ συμφέρον αὐτῇ al imaginar el alma lo que le conviene, Placit.5.2.3, τὰ ἀνειδωλοποιούμενα μέτρα esquemas concebidos por la mente Longin.14.2
•abs. ὥσπερ οἱ ποιηταὶ πολλάκις ἀνειδωλοποιοῦντες λέγουσιν como muchas veces dicen los poetas como ficción literaria Plu.2.1113a, cf. POxy.3219.fr.2.1.11 (II d.C.).
2 hacer objeto de veneración τι τῶν μὴ ὄντων Clem.Al.Strom.6.16.146, τὰς ἀράς Sch.A.Ch.406, νεκρῶν ... εἰκόνας Eus.DE 8 proem.