ἀντιπροΐσχομαι: Difference between revisions
δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet
(6_5) |
(big3_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιπροΐσχομαι''': ἀποθ., κρατῶ τι ἐνώπιόν τινος, [[ἀντιτάσσω]], [[ἐπειδὰν]] ἡ [[λύπη]] ἀμύνηται καρτερῶς καὶ τὰς προσβολὰς ἀποκρούηται τοῦ λόγου, ἀντιπροϊσχόμενη τὰ ἄμαχα κέντρα τῆς φύσεως Θεμίστ. 357Β: - τὸ ἐνεργητ. εὕρηται παρ’ Ἡσυχ. «ἀντιπροΐσχειν· ἀντιδοῦναι». | |lstext='''ἀντιπροΐσχομαι''': ἀποθ., κρατῶ τι ἐνώπιόν τινος, [[ἀντιτάσσω]], [[ἐπειδὰν]] ἡ [[λύπη]] ἀμύνηται καρτερῶς καὶ τὰς προσβολὰς ἀποκρούηται τοῦ λόγου, ἀντιπροϊσχόμενη τὰ ἄμαχα κέντρα τῆς φύσεως Θεμίστ. 357Β: - τὸ ἐνεργητ. εὕρηται παρ’ Ἡσυχ. «ἀντιπροΐσχειν· ἀντιδοῦναι». | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[presentar]], [[ofrecer]] (ἡ λύπη) ἀντιπροϊσχομένη τὰ ἄμαχα κέντρα τῆς φύσεως Them.<i>Or</i>.32.357b<br /><b class="num">•</b>en v. act. ἀντιπροΐσχειν· ἀντιδοῦναι Hsch. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 21 August 2017
English (LSJ)
A hold out before one, present, as weapons, ἡ λύπη ἀ. τὰ ἄμαχα κέντρα τῆς φύσεως Them.Or.32.357b:—Hsch. has the Act. ἀντιπροΐσχειν· ἀντιδοῦναι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπροΐσχομαι: ἀποθ., κρατῶ τι ἐνώπιόν τινος, ἀντιτάσσω, ἐπειδὰν ἡ λύπη ἀμύνηται καρτερῶς καὶ τὰς προσβολὰς ἀποκρούηται τοῦ λόγου, ἀντιπροϊσχόμενη τὰ ἄμαχα κέντρα τῆς φύσεως Θεμίστ. 357Β: - τὸ ἐνεργητ. εὕρηται παρ’ Ἡσυχ. «ἀντιπροΐσχειν· ἀντιδοῦναι».
Spanish (DGE)
presentar, ofrecer (ἡ λύπη) ἀντιπροϊσχομένη τὰ ἄμαχα κέντρα τῆς φύσεως Them.Or.32.357b
•en v. act. ἀντιπροΐσχειν· ἀντιδοῦναι Hsch.