ἀπαιώρημα: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαιώρημα''': -ατος, τό, χειρουργικὴ [[ταινία]] κρεμαμένη ἐκ τοῦ λαιμοῦ ἢ ἐξ ἄλλου μέρους [[ὅπως]] βαστάζῃ [[μέλος]] τοῦ σώματος τεθλασμένον, [[ἀρτάνη]], Ἱππ. 771Η: - ἀπαιώρησις, εως, ἡ, τὸ [[κρέμασμα]], κρασπέδων Κλήμ. Ἀλ. 238. | |lstext='''ἀπαιώρημα''': -ατος, τό, χειρουργικὴ [[ταινία]] κρεμαμένη ἐκ τοῦ λαιμοῦ ἢ ἐξ ἄλλου μέρους [[ὅπως]] βαστάζῃ [[μέλος]] τοῦ σώματος τεθλασμένον, [[ἀρτάνη]], Ἱππ. 771Η: - ἀπαιώρησις, εως, ἡ, τὸ [[κρέμασμα]], κρασπέδων Κλήμ. Ἀλ. 238. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[soporte]] de las varillas para entablillar una fractura, Hp.<i>Fract</i>.30<br /><b class="num">•</b>en gener. ἑτέρου τινός Dam.<i>Pr</i>.100. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 21 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A holder for splints in surgical apparatus, Hp.Fract.30.
German (Pape)
[Seite 275] τό, das Herabhangende, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαιώρημα: -ατος, τό, χειρουργικὴ ταινία κρεμαμένη ἐκ τοῦ λαιμοῦ ἢ ἐξ ἄλλου μέρους ὅπως βαστάζῃ μέλος τοῦ σώματος τεθλασμένον, ἀρτάνη, Ἱππ. 771Η: - ἀπαιώρησις, εως, ἡ, τὸ κρέμασμα, κρασπέδων Κλήμ. Ἀλ. 238.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
medic. soporte de las varillas para entablillar una fractura, Hp.Fract.30
•en gener. ἑτέρου τινός Dam.Pr.100.