ἀπιθύνω: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
(6_1)
(big3_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπῑθύνω''': [[ἀπευθύνω]] ἐπὶ κατεαγότων ὀστέων, βάλλω εἰς τὴν θέσιν του, τοποθετῶ [[καλῶς]], ὅτι ἱκανῶς τὰ ὀστέα ἀπίθυνται Ἱππ. π. Ἀγμ. 756, ἐν τῇ ἀρχῇ· ἐπὶ γραμμῶν, [[σύρω]], ἀκλινέαις γραφίδεσσιν ἀπιθύνοντα πορείας... τόνδε μόλυβδον Ἀνθ. Π. 6. 67.
|lstext='''ἀπῑθύνω''': [[ἀπευθύνω]] ἐπὶ κατεαγότων ὀστέων, βάλλω εἰς τὴν θέσιν του, τοποθετῶ [[καλῶς]], ὅτι ἱκανῶς τὰ ὀστέα ἀπίθυνται Ἱππ. π. Ἀγμ. 756, ἐν τῇ ἀρχῇ· ἐπὶ γραμμῶν, [[σύρω]], ἀκλινέαις γραφίδεσσιν ἀπιθύνοντα πορείας... τόνδε μόλυβδον Ἀνθ. Π. 6. 67.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀπῑθύνω)<br />[[enderezar]], [[poner derecho]], [[rectificar]] πορείας <i>AP</i> 6.67 (Iul.Aegypt.), τῆς ὄψιος τὰ διάστροφα Aret.<i>CA</i> 1.5.3, πόδας Aret.<i>CA</i> 2.4.7<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[enderezarse]], [[rectificarse]] τὰ ὄστεα Hp.<i>Fract</i>.7.
}}
}}

Revision as of 12:15, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπῑθύνω Medium diacritics: ἀπιθύνω Low diacritics: απιθύνω Capitals: ΑΠΙΘΥΝΩ
Transliteration A: apithýnō Transliteration B: apithynō Transliteration C: apithyno Beta Code: a)piqu/nw

English (LSJ)

   A = ἀπευθύνω, of setting bones, in pf. Pass., Hp.Fract.7; of drawing lines, AP6.67 (Jul. Aegypt.); ἀ. τῆς ὄψιος τὰ διάστροφα Aret.CA1.5.

German (Pape)

[Seite 291] = ἀπευθύνω, lenken, μόλιβος πορείας ἀπιθύνων Iul. Aeg. 10 (VI, 67).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπῑθύνω: ἀπευθύνω ἐπὶ κατεαγότων ὀστέων, βάλλω εἰς τὴν θέσιν του, τοποθετῶ καλῶς, ὅτι ἱκανῶς τὰ ὀστέα ἀπίθυνται Ἱππ. π. Ἀγμ. 756, ἐν τῇ ἀρχῇ· ἐπὶ γραμμῶν, σύρω, ἀκλινέαις γραφίδεσσιν ἀπιθύνοντα πορείας... τόνδε μόλυβδον Ἀνθ. Π. 6. 67.

Spanish (DGE)

(ἀπῑθύνω)
enderezar, poner derecho, rectificar πορείας AP 6.67 (Iul.Aegypt.), τῆς ὄψιος τὰ διάστροφα Aret.CA 1.5.3, πόδας Aret.CA 2.4.7
en v. med. enderezarse, rectificarse τὰ ὄστεα Hp.Fract.7.