ἀποσχετέον: Difference between revisions
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(6_20) |
(big3_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποσχετέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀπέχομαι, ὡς τὸ [[ἀφεκτέον]], πρέπει τις νὰ ἀπέχηται, νὰ κάμνῃ ἀποχήν, τινὸς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394. | |lstext='''ἀποσχετέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀπέχομαι, ὡς τὸ [[ἀφεκτέον]], πρέπει τις νὰ ἀπέχηται, νὰ κάμνῃ ἀποχήν, τινὸς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[hay que abstenerse]] οἴνου Hp.<i>Acut</i>.63. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 21 August 2017
English (LSJ)
(ἀπέχομαι)
A = ἀφεκτέον, one must abstain, οἴνου Hp.Acut.63.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσχετέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀπέχομαι, ὡς τὸ ἀφεκτέον, πρέπει τις νὰ ἀπέχηται, νὰ κάμνῃ ἀποχήν, τινὸς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394.
Spanish (DGE)
hay que abstenerse οἴνου Hp.Acut.63.