ἀσυνδύαστος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source
(6_17)
(big3_7)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσυνδύαστος''': -ον, μὴ συνδυαζόμενος, μὴ συνενούμενος, μὴ συζευγνύμενος, τοῦτο τὸ [[ὄρνεον]] μένειν, εἰ διαζευχθείη τῆς συζυγίας εἰς τὸ [[ἐφεξῆς]] ἀσυνδύαστον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 507D, πρβλ. καὶ 667Β. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἀσυνδυάστως, [[ἄνευ]] συζεύξεως, οἱ γῦπες ἀσυνδυάστως τίκτουσιν Ρήτορες (Walz) τ. 3. σ. 731, 10.
|lstext='''ἀσυνδύαστος''': -ον, μὴ συνδυαζόμενος, μὴ συνενούμενος, μὴ συζευγνύμενος, τοῦτο τὸ [[ὄρνεον]] μένειν, εἰ διαζευχθείη τῆς συζυγίας εἰς τὸ [[ἐφεξῆς]] ἀσυνδύαστον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 507D, πρβλ. καὶ 667Β. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἀσυνδυάστως, [[ἄνευ]] συζεύξεως, οἱ γῦπες ἀσυνδυάστως τίκτουσιν Ρήτορες (Walz) τ. 3. σ. 731, 10.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀσυνδίαστος Marc.Er.<i>Opusc</i>.M.65.1101D<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[indivisible]] τὸ ἓν ἀσυνδύαστον ἔχει τὴν σημασίαν Gr.Nyss.<i>Eun</i>.3.9.21, μονογενὲς παράδειγμα καὶ ἀσυνδύαστον πρὸς [[ἄλλην]] ἀρχήν Procl.<i>Theol.Plat</i>.3.15, cf. Mac.Aeg.<i>Hom</i>.4.1, Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[sin compañero]] ἡ τρυγών Basil.<i>Hex</i>.8.6, cf. Sud.<br /><b class="num">3</b> [[virginal]] κυοφορία Gr.Nyss.<i>Or.Catech</i>.23.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin cópula]], [[sin unión]] οἱ ... γύπες ἀ. τίκτουσιν <i>Rh</i>.3.731.10, cf. Basil.M.29.180A, Eust.<i>Op</i>.258.90.
}}
}}

Revision as of 12:18, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυνδύαστος Medium diacritics: ἀσυνδύαστος Low diacritics: ασυνδύαστος Capitals: ΑΣΥΝΔΥΑΣΤΟΣ
Transliteration A: asyndýastos Transliteration B: asyndyastos Transliteration C: asyndyastos Beta Code: a)sundu/astos

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A = ἀσύμπλοκος, Hsch.; = ἀσύζευκτος, Suid.

German (Pape)

[Seite 380] ungepaart, unverbunden, Schol. Plat. 460.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυνδύαστος: -ον, μὴ συνδυαζόμενος, μὴ συνενούμενος, μὴ συζευγνύμενος, τοῦτο τὸ ὄρνεον μένειν, εἰ διαζευχθείη τῆς συζυγίας εἰς τὸ ἐφεξῆς ἀσυνδύαστον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 507D, πρβλ. καὶ 667Β. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἀσυνδυάστως, ἄνευ συζεύξεως, οἱ γῦπες ἀσυνδυάστως τίκτουσιν Ρήτορες (Walz) τ. 3. σ. 731, 10.

Spanish (DGE)

-ον

• Grafía: graf. ἀσυνδίαστος Marc.Er.Opusc.M.65.1101D
I 1indivisible τὸ ἓν ἀσυνδύαστον ἔχει τὴν σημασίαν Gr.Nyss.Eun.3.9.21, μονογενὲς παράδειγμα καὶ ἀσυνδύαστον πρὸς ἄλλην ἀρχήν Procl.Theol.Plat.3.15, cf. Mac.Aeg.Hom.4.1, Hsch.
2 sin compañero ἡ τρυγών Basil.Hex.8.6, cf. Sud.
3 virginal κυοφορία Gr.Nyss.Or.Catech.23.
II adv. -ως sin cópula, sin unión οἱ ... γύπες ἀ. τίκτουσιν Rh.3.731.10, cf. Basil.M.29.180A, Eust.Op.258.90.