ἀσκοπήρα: Difference between revisions
From LSJ
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(6_10) |
(big3_7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσκοπήρα''': ἡ, δερματίνη [[πήρα]], [[σάκκος]] [[δερμάτινος]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 482· ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 25. | |lstext='''ἀσκοπήρα''': ἡ, δερματίνη [[πήρα]], [[σάκκος]] [[δερμάτινος]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 482· ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 25. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ [[mochila]], [[zurrón]] Ar.<i>Fr</i>.587, Diph.55.2. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 21 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A scrip, wallet, Ar.Fr.577, Diph.55.2, prob. in Suet. Ner.45.
German (Pape)
[Seite 371] ἡ, Mantelsack, Ar. bei Poll. 10, 160; neben θύλακος Diphil. Poll. 10, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκοπήρα: ἡ, δερματίνη πήρα, σάκκος δερμάτινος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 482· ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 25.