ἀτόρνευτος: Difference between revisions
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
(6_18) |
(big3_7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτόρνευτος''': -ον, ὁ μὴ τορνευθείς, ὁ μὴ γενόμενος διὰ τοῦ τόρνου [[στρογγύλος]], Γλωσσ. | |lstext='''ἀτόρνευτος''': -ον, ὁ μὴ τορνευθείς, ὁ μὴ γενόμενος διὰ τοῦ τόρνου [[στρογγύλος]], Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[no contorneado]], [[no redondeado]], <i>Gloss</i>.2.250. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not turned in the lathe, not rounded, Gloss.
German (Pape)
[Seite 388] nicht rund gedreht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτόρνευτος: -ον, ὁ μὴ τορνευθείς, ὁ μὴ γενόμενος διὰ τοῦ τόρνου στρογγύλος, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
-ον no contorneado, no redondeado, Gloss.2.250.