ἀχθηρός: Difference between revisions
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
(6_16) |
(big3_8) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀχθηρός''': -όν, [[ἀνιαρός]], ἐνοχλητικός, [[βαρύς]], [[ἐπαχθής]], Ἀντιφάν. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1· ἀλλαχοῦ ὡς διάφ. γραφ. ἀντὶ [[ἀχθεινός]]. | |lstext='''ἀχθηρός''': -όν, [[ἀνιαρός]], ἐνοχλητικός, [[βαρύς]], [[ἐπαχθής]], Ἀντιφάν. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1· ἀλλαχοῦ ὡς διάφ. γραφ. ἀντὶ [[ἀχθεινός]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-όν [[penoso]] Antiph.94 (cód.), Phalar.<i>Ep</i>.122 (v.l.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 21 August 2017
English (LSJ)
όν,
A grievous, dub.l. in Antiph.94.
German (Pape)
[Seite 418] lästig, Antiphan. Stob. Floril. 116, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχθηρός: -όν, ἀνιαρός, ἐνοχλητικός, βαρύς, ἐπαχθής, Ἀντιφάν. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1· ἀλλαχοῦ ὡς διάφ. γραφ. ἀντὶ ἀχθεινός.
Spanish (DGE)
-όν penoso Antiph.94 (cód.), Phalar.Ep.122 (v.l.).