βαρυολκός: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(6_17)
(big3_8)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰρυολκός''': -όν, ὁ ἐγείρων βάρος, ἡ β., μηχανὴ πρὸς τοῦτον τὸν σκοπόν, Τζετζ. Ἱστ. 2. 155, κτλ.· πρβλ. [[βαρουλκός]].
|lstext='''βᾰρυολκός''': -όν, ὁ ἐγείρων βάρος, ἡ β., μηχανὴ πρὸς τοῦτον τὸν σκοπόν, Τζετζ. Ἱστ. 2. 155, κτλ.· πρβλ. [[βαρουλκός]].
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[βαρυουλκόν]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρυολκός Medium diacritics: βαρυολκός Low diacritics: βαρυολκός Capitals: ΒΑΡΥΟΛΚΟΣ
Transliteration A: baryolkós Transliteration B: baryolkos Transliteration C: varyolkos Beta Code: baruolko/s

English (LSJ)

   A = βαρουλκός, ἡ β. Tz.H.2.155.

German (Pape)

[Seite 434] ὁ, = βαρουλκός.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρυολκός: -όν, ὁ ἐγείρων βάρος, ἡ β., μηχανὴ πρὸς τοῦτον τὸν σκοπόν, Τζετζ. Ἱστ. 2. 155, κτλ.· πρβλ. βαρουλκός.

Spanish (DGE)

v. βαρυουλκόν.