δειπνῖτις: Difference between revisions
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
(6_12) |
(big3_10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δειπνῖτις''': -ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ [[δειπνητικός]], ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Δίωνος. Κ. 69, 28, στολ ὴ δ. | |lstext='''δειπνῖτις''': -ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ [[δειπνητικός]], ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Δίωνος. Κ. 69, 28, στολ ὴ δ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ιδος<br />[[propia de la cena]] ἔν τε τῇ στολῇ τῇ δειπνίτιδι con la ropa de la cena</i> D.C.69.18.3. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 21 August 2017
English (LSJ)
ιδος, ἡ, = fem. of
A δειπνητικός, στολή D.C.69.18.
German (Pape)
[Seite 540] ιδος, ἡ, zum Gastmahl gehörig, στολή D. Cass. 69, 28.
Greek (Liddell-Scott)
δειπνῖτις: -ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ δειπνητικός, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Δίωνος. Κ. 69, 28, στολ ὴ δ.
Spanish (DGE)
-ιδος
propia de la cena ἔν τε τῇ στολῇ τῇ δειπνίτιδι con la ropa de la cena D.C.69.18.3.