διαπεράσιμος: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(6_3) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαπεράσιμος''': [ᾱ], -ον, ὁ διαπεραστικός, [[ὀξύς]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Μ. 439, κτλ. | |lstext='''διαπεράσιμος''': [ᾱ], -ον, ὁ διαπεραστικός, [[ὀξύς]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Μ. 439, κτλ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[accesible]]glos. a [[βατός]] Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[penetrante]] de la voz, como expl. de [[διαπρύσιος]]: δ. εἰς ἀκοάς Sch.<i>Il</i>.12.439, cf. Eust.709.48. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
[ρᾱ], ον,
A penetrating, Sch.Il.12.439, Eust.709.48.
German (Pape)
[Seite 594] durchdringend, Schol. Il. 12, 439. 13, 149.
Greek (Liddell-Scott)
διαπεράσιμος: [ᾱ], -ον, ὁ διαπεραστικός, ὀξύς, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Μ. 439, κτλ.
Spanish (DGE)
-ον
1 accesibleglos. a βατός Hsch.
2 penetrante de la voz, como expl. de διαπρύσιος: δ. εἰς ἀκοάς Sch.Il.12.439, cf. Eust.709.48.