δραπετίνδα: Difference between revisions
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
(6_1) |
(big3_12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δρᾱπετίνδα''': (ἐπίρρ.) παίζειν ἢ [[παιδιά]]. 1) [[παιδιά]], «ἔστι δὲ τῆς [[μυΐνδα]] καλουμένης [[τρόπος]], τῶν παίδων ὁ μέν τις μύει τοὺς ὀφθαλμούς, οἱ δὲ ἄλλοι φεύγουσι φυλαττόμενοι τὸ ἀγρευθῆναι» Ἐτυμ. Μ. 286. 49, Σουΐδ. | |lstext='''δρᾱπετίνδα''': (ἐπίρρ.) παίζειν ἢ [[παιδιά]]. 1) [[παιδιά]], «ἔστι δὲ τῆς [[μυΐνδα]] καλουμένης [[τρόπος]], τῶν παίδων ὁ μέν τις μύει τοὺς ὀφθαλμούς, οἱ δὲ ἄλλοι φεύγουσι φυλαττόμενοι τὸ ἀγρευθῆναι» Ἐτυμ. Μ. 286. 49, Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=adv. [[a la manera de un fugitivo]], [[a fugitivos]] n. de un juego infantil similar a la «gallina ciega», Hsch., Sud., <i>EM</i> 286.46G. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 21 August 2017
English (LSJ)
(Adv.) παίζειν, a game
A where one chased the rest, EM286.48; expld. by δραπετικῶς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 665] (παίζειν, παιδιά), ein Spiel, worin Einer mit verbundenen Augen, τηροῦ, φυλάττου rufend, die Andern zu fangen sucht, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾱπετίνδα: (ἐπίρρ.) παίζειν ἢ παιδιά. 1) παιδιά, «ἔστι δὲ τῆς μυΐνδα καλουμένης τρόπος, τῶν παίδων ὁ μέν τις μύει τοὺς ὀφθαλμούς, οἱ δὲ ἄλλοι φεύγουσι φυλαττόμενοι τὸ ἀγρευθῆναι» Ἐτυμ. Μ. 286. 49, Σουΐδ.
Spanish (DGE)
adv. a la manera de un fugitivo, a fugitivos n. de un juego infantil similar a la «gallina ciega», Hsch., Sud., EM 286.46G.