δύσχρως: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
(6_23)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, κακὸν ἔχων [[χρῶμα]], κακῶς κεχρωματισμένος, «ξεθωριασμένος», Ἱππ. Κωακ. 137.
|lstext='''δύσχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, κακὸν ἔχων [[χρῶμα]], κακῶς κεχρωματισμένος, «ξεθωριασμένος», Ἱππ. Κωακ. 137.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ωτος [[pálido]] οἱ ληθαργικοί Hp.<i>Coac</i>.136.
}}
}}

Revision as of 12:26, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσχρως Medium diacritics: δύσχρως Low diacritics: δύσχρως Capitals: ΔΥΣΧΡΩΣ
Transliteration A: dýschrōs Transliteration B: dyschrōs Transliteration C: dyschros Beta Code: du/sxrws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ,

   A of a bad colour, discoloured, Id.Coac.136.

German (Pape)

[Seite 691] ωτος, von übler Farbe, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

δύσχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, κακὸν ἔχων χρῶμα, κακῶς κεχρωματισμένος, «ξεθωριασμένος», Ἱππ. Κωακ. 137.

Spanish (DGE)

-ωτος pálido οἱ ληθαργικοί Hp.Coac.136.