ἐγκαλινδέομαι: Difference between revisions
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
(6_20) |
(big3_13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκᾰλινδέομαι''': παθ. περικυλινδοῦμαι εἴς τι, τῇ ψάμμῳ Ἀρεταῖος Ὀξέων Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2· ἀσχολοῦμαι ἐν, ταῖς λιχνείαις Ἀθήν. 262Α. | |lstext='''ἐγκᾰλινδέομαι''': παθ. περικυλινδοῦμαι εἴς τι, τῇ ψάμμῳ Ἀρεταῖος Ὀξέων Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2· ἀσχολοῦμαι ἐν, ταῖς λιχνείαις Ἀθήν. 262Α. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[dar vueltas]], [[moverse]], fig. [[vivir entre]] c. dat. τῇσι ψάμμοισι Aret.<i>CD</i> 1.2.18, τὸ τῶν δούλων γένος ... τοσαύταις ἐγκαλινδούμενον λιχνείαις Ath.262b, οἱ ταῖς ἀσελγέσι ἐγκαλινδηθέντες εὐναῖς Basil.M.31.548C, ταραχαῖς τε καὶ κινδύνοις ἐγκαλινδούμενος Agath.4.27.6, καὶ κώμοις καὶ μέθαις ἐγκαλινδοῦμαι voy de fiesta en fiesta y de borrachera en borrachera</i> Lib.<i>Decl</i>.12.36, καθάπερ τις σκώληξ ἐγκαλινδούμενος βορβόρῳ Chrys.M.58.624, cf. 564, ταῖς τοῦ βίου μερίμναις <i>Lex.Vind</i>.85.3.<br /><b class="num">2</b> [[dar vueltas]], [[vagar]] [[ἄνω]] καὶ κάτω Them.<i>Or</i>.29.346b, cf. Hsch. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 21 August 2017
English (LSJ)
A roll about in, τῇσι ψάμμοισι Aret. CD1.2: metaph., πολλῇσι συμφορῇσι Hp. Ep. 17; ταραχαῖς καὶ κινδύνοις Agath.4.27; wallow in, ταῖς λιχνείαις Ath.6.262b, cf. Them. Or. 29.346b.
German (Pape)
[Seite 704] sich worin herumwälzen; ψάμμοισι Aret.; übertr., λιχνείαις, sich in Lüften herumwälzen, Ath. VI, 262 b; sich fortwährend mit Etwas beschäftigen, Themist. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκᾰλινδέομαι: παθ. περικυλινδοῦμαι εἴς τι, τῇ ψάμμῳ Ἀρεταῖος Ὀξέων Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2· ἀσχολοῦμαι ἐν, ταῖς λιχνείαις Ἀθήν. 262Α.
Spanish (DGE)
1 dar vueltas, moverse, fig. vivir entre c. dat. τῇσι ψάμμοισι Aret.CD 1.2.18, τὸ τῶν δούλων γένος ... τοσαύταις ἐγκαλινδούμενον λιχνείαις Ath.262b, οἱ ταῖς ἀσελγέσι ἐγκαλινδηθέντες εὐναῖς Basil.M.31.548C, ταραχαῖς τε καὶ κινδύνοις ἐγκαλινδούμενος Agath.4.27.6, καὶ κώμοις καὶ μέθαις ἐγκαλινδοῦμαι voy de fiesta en fiesta y de borrachera en borrachera Lib.Decl.12.36, καθάπερ τις σκώληξ ἐγκαλινδούμενος βορβόρῳ Chrys.M.58.624, cf. 564, ταῖς τοῦ βίου μερίμναις Lex.Vind.85.3.
2 dar vueltas, vagar ἄνω καὶ κάτω Them.Or.29.346b, cf. Hsch.