εἰσγράφω: Difference between revisions

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
(Bailly1_2)
(big3_13)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>anc. att.</i> [[ἐσγράφω]];<br />inscrire sur;<br /><i><b>Moy.</b></i> εἰσγράφομαι;<br /><b>1</b> inscrire pour soi;<br /><b>2</b> se faire inscrire parmi <i>ou</i> dans.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[γράφω]].
|btext=<i>anc. att.</i> [[ἐσγράφω]];<br />inscrire sur;<br /><i><b>Moy.</b></i> εἰσγράφομαι;<br /><b>1</b> inscrire pour soi;<br /><b>2</b> se faire inscrire parmi <i>ou</i> dans.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[γράφω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> ἐσ- Th.1.31, D.C.37.9.2<br /><b class="num">I</b> en v. act. y med.<br /><b class="num">1</b> [[proponer por escrito]] ποτιτάξαντος τοῦ δάμου ... τιμὰς [[αὐτοῦ]] εἰσγραφήμειν <i>IG</i> 12(1).58.12 (Rodas I d.C.), en v. pas. κατὰ τὸ εἰσγραφὲν ψάφισμα ὑπὸ Ἱππία <i>Lindos</i> 419.58 (I d.C.)<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. περὶ ὧν εἰσεγράψατο [Ἑκα] ταῖος en relación con la propuesta escrita de Hecateo</i>, <i>IMylasa</i> 102.7 (II/I a.C.), cf. 101.67 (heleníst.), 103.7 (II a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[inscribir]], [[registrar]] c. εἰς y ac. (τοὺς φίλους) εἰς δέλτον D.H.3.27, ἐς τὸν κατάλογον αὐτούς D.C.109.5, cf. 62.14.3, en v. pas. εἰσγραφῆναι δὲ αὐτοὺς εἰς φυλὴν ἣν ἂν βούλωνται <i>ICos</i> ED 33.3 (III a.C.), ἐς τὸ βουλευτικὸν ἐσγραφείς D.C.48.43.2, ἐς ἃς (στήλας) οἱ νόμοι D.C.37.9.2<br /><b class="num">•</b>fig. ἐκεῖνον ἔς τε τοὺς φίλους καὶ ἐς τοὺς συμμάχους ἐσέγραψε D.C.36.53.6.<br /><b class="num">II</b> en v. med.<br /><b class="num">1</b> [[hacerse escribir]] μαντεῖα S.<i>Tr</i>.1167.<br /><b class="num">2</b> c. ac. del pron. refl. [[inscribirse]] οὐδὲ ἐσεγράψαντο ἑαυτοὺς οὔτε ἐς τὰς Ἀθηναίων σπονδὰς οὔτε ἐς τὰς Λακεδαιμονίων Th.l.c., ἐς καταλόγους αὑτοὺς Ῥωμαϊκούς Procop.<i>Pers</i>.1.15.25.
}}
}}

Revision as of 12:27, 21 August 2017

German (Pape)

[Seite 741] einschreiben; τινὰ εἰς τοὺς φίλους καὶ συμμάχους, ihn unter die Freunde u. Bundesgenossen aufnehmen, D. Cass. 36, 36; εἰς στήλας 37, 9. – Med., sich Etwas ein-, aufschreiben; μαντεῖα Soph. Tr. 1157; sich einschreiben lassen, ἑαυτοὺς εἰς τὰς Ἀθηναίων σπονδάς Thuc. 1, 31, ließen sich in das Bündniß aufnehmen.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσγράφω: μέλλ. -ψω, ἐγγράφω, καταγράφω, τινὰ εἰς τοὺς φίλους Δίων Κ. 36. 36: Μέσ., ἐς τὰς σπονδὰς ἐσγράψασθαι, ἐγγραφῆναι εἰς τὰς σπονδάς, εἰς τὴν συμμαχίαν, Θουκ. 1. 31, ἔνθα ἴδε Πόππον: ὡσαύτως ἁπλῶς καταγράφω, μαντεῖα … εἰσεγραψάμην πρὸς τῆς πατρῴας... δρυὸς Σοφ. Τρ. 1167 (ὁ Ἐλμσλ. ἐξεγραψάμην, κατὰ τὸ ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 982).

French (Bailly abrégé)

anc. att. ἐσγράφω;
inscrire sur;
Moy. εἰσγράφομαι;
1 inscrire pour soi;
2 se faire inscrire parmi ou dans.
Étymologie: εἰς, γράφω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσ- Th.1.31, D.C.37.9.2
I en v. act. y med.
1 proponer por escrito ποτιτάξαντος τοῦ δάμου ... τιμὰς αὐτοῦ εἰσγραφήμειν IG 12(1).58.12 (Rodas I d.C.), en v. pas. κατὰ τὸ εἰσγραφὲν ψάφισμα ὑπὸ Ἱππία Lindos 419.58 (I d.C.)
tb. en v. med. περὶ ὧν εἰσεγράψατο [Ἑκα] ταῖος en relación con la propuesta escrita de Hecateo, IMylasa 102.7 (II/I a.C.), cf. 101.67 (heleníst.), 103.7 (II a.C.).
2 inscribir, registrar c. εἰς y ac. (τοὺς φίλους) εἰς δέλτον D.H.3.27, ἐς τὸν κατάλογον αὐτούς D.C.109.5, cf. 62.14.3, en v. pas. εἰσγραφῆναι δὲ αὐτοὺς εἰς φυλὴν ἣν ἂν βούλωνται ICos ED 33.3 (III a.C.), ἐς τὸ βουλευτικὸν ἐσγραφείς D.C.48.43.2, ἐς ἃς (στήλας) οἱ νόμοι D.C.37.9.2
fig. ἐκεῖνον ἔς τε τοὺς φίλους καὶ ἐς τοὺς συμμάχους ἐσέγραψε D.C.36.53.6.
II en v. med.
1 hacerse escribir μαντεῖα S.Tr.1167.
2 c. ac. del pron. refl. inscribirse οὐδὲ ἐσεγράψαντο ἑαυτοὺς οὔτε ἐς τὰς Ἀθηναίων σπονδὰς οὔτε ἐς τὰς Λακεδαιμονίων Th.l.c., ἐς καταλόγους αὑτοὺς Ῥωμαϊκούς Procop.Pers.1.15.25.