romperse: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(No difference)
|
Revision as of 07:20, 22 August 2017
Spanish > Greek
ἀνακόπτω, διαρρήγνυμι, διασπάω, διαφθείρω, διαλύω, διαθρύπτω, διακλάω, ἐκρήσσω, διασπαράσσω, ἐκρήγνυμι, διαρρήσσω, ἄγνυμι, ἀπορρήγνυμι, ἐγκατακλάομαι, ἀπάγνυμαι, διΐστημι