διαρρήσσω
English (LSJ)
= διαρρήγνυμι, Babr.38.7, Ev.Luc.8.29, Artem.4 Praef.:—Pass., Ps.-Callisth.1.46.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): διαρήσσω Lyr.Adesp.17.13
1 romper, partir πέτρας Lyr.Adesp.l.c., PMag.4.1022, με ... διαρρήσει las cuñas al pino, Babr.38.7, δεσμά Eu.Luc.8.29, Artem.4 praef., τὴν ἐσθῆτα Olymp.Iob 1.20, τὸν χάρτην Olymp.Iob 31.35-37.
2 v. med. romperse διερρήσσετο δὲ τὰ δίκτυα Eu.Luc.5.6, διαρρήσσεται ἡ Καδμεία πύλη Ps.Callisth.54.5.
French (Bailly abrégé)
c. διαρρήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαρρήσσω zie διαρρήγνυμι.
German (Pape)
durchreißen, durchhauen; διαρρήσσοντες var. lect. bei Homer Il. 23.120, Eust. p. 1291.59 ἕτεροι δὲ ἀντὶ τοῦ διαπλήσσοντες διαρρήσσντες γράφουσιν, s. s.v. διαπλήσσω; vgl. διαρρήγνυμι, ῥήσσω.
Russian (Dvoretsky)
διαρρήσσω: NT, Babr. = διαρρήγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
διαρρήσσω: ἴδε διαρρήγνυμι.
Greek Monolingual
διαρρήσσω (AM)
1. σκίζω
2. καταστρέφω.
Léxico de magia
romper como acción de la divinidad φάνηθί μοι, κύριε, μεγαλώνυμε, ... ὁ διαρρήσσων πέτρας καὶ κινῶν ὀνόματα θεῶν muéstrate a mí, señor, tú que tienes un gran nombre, tú que rompes las piedras y conmueves los nombres de los dioses P IV 1022