μάννα: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(Bailly1_3)
(eksahir)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> (ἡ) grain d’encens;<br /><b>2</b> ἡ [[μάννα]] <i>ou</i> τὸ [[μάννα]] la manne des Israélites.
|btext=<b>1</b> (ἡ) grain d’encens;<br /><b>2</b> ἡ [[μάννα]] <i>ou</i> τὸ [[μάννα]] la manne des Israélites.
}}
{{eles
|esgtx=[[polvo de incienso]]
}}
}}

Revision as of 10:31, 22 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάννᾰ Medium diacritics: μάννα Low diacritics: μάννα Capitals: ΜΑΝΝΑ
Transliteration A: mánna Transliteration B: manna Transliteration C: manna Beta Code: ma/nna

English (LSJ)

, μάννα λιβάνου frankincense

   A powder or granules, Dsc.1.68.6; but μ. λιβανωτοῦ gum of λίβανος, Aen.Tact.35; μ. alone, of the powder, Hp.Art.36, Epid.2.2.18, Antyll. ap. Orib.7.21.8, Gal.12.722; = λιβάνου τὸ λεπτόν, AB108.    II μάννα, τό, = Hebr. mān, manna, LXX Ex.16.35 (v.l. μάν), Nu.11.6, al., cf. J.AJ3.1.6.

German (Pape)

[Seite 92] ἡ, der Brocken, das Krümchen, Sp., bes. λιβανωτοῦ, mica thuris, Diosc.; vgl. B. A. 108; – τὸ μάννα, das Manna der Israeliten, LXX., N. T.

Greek (Liddell-Scott)

μάννᾰ: ἡ, μικρὸν τεμάχιον, κόκκος, μάννα λιβανωτοῦ, Λατ. mica thuris, (Πλίν.), Διοσκ. 1. 83· - μάννα ὡσαύτως ἐν χρήσει ὡς = τῷ μάννα λιβανωτοῦ, τὸ κόμμι τοῦ δένδρου, λίβανος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802, πρβλ. 1014F· - τὸ ὄνομα μάννα δίδεται σήμερον εἰς τὸ κόμμι πολλῶν τῆς Ἀνατολῆς θάμνων, μάλιστα δὲ τῆς μυρίκης, ἴδε Dict. of. Bible, καὶ πρβλ. μέλι ΙΙ, ἐλαιόμελι. 2) ἡ ἐν τῇ ἐρήμῳ θεόπεμπτος τροφὴ τῶν Ἑβραίων, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 13, - ὡσαύτως τὸ μάννα ἀκλίτως, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΑ΄, 7, Σοφ. Σολ. Ιϛʹ, 21), Βασίλ. IV, 700C, κλ. (Περὶ τῆς Ἑβραϊκῆς ἐτυμολ., mam-hû, man, ἴδε Ἔξοδ. ιϛʹ 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 1, 6).

French (Bailly abrégé)

1 (ἡ) grain d’encens;
2μάννα ou τὸ μάννα la manne des Israélites.

Spanish

polvo de incienso