κράσπεδον: Difference between revisions
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(Bailly1_3) |
(eksahir) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> bordure, frange d’un vêtement, <i>particul.</i> frange inférieure;<br /><b>2</b> crête d’une montagne;<br /><b>3</b> aile d’une armée.<br />'''Étymologie:''' [[κράς]], [[πέδον]]. | |btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> bordure, frange d’un vêtement, <i>particul.</i> frange inférieure;<br /><b>2</b> crête d’une montagne;<br /><b>3</b> aile d’une armée.<br />'''Étymologie:''' [[κράς]], [[πέδον]]. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[borla]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:31, 22 August 2017
English (LSJ)
τό,
A edge, border, skirt, esp. of cloth, Theoc.2.53; of the fringe or tassel worn by Jews, Ev.Matt.9.20: mostly in pl., ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις (v. ἄκρος 1.2b) E.Med.524; κράσπεδα στεμμάτων Ar. V.475, cf. Diph.43.30; χρυσᾶ κ. Chamael. ap. Ath.9.374a, Chrysipp.Stoic.3.36, 37. 2 metaph., mostly in pl., skirts or edge of a country, S.Fr.602, E.Fr.381; of a mountain, X.HG4.6.8; πρὸς κρασπέδοισι στρατοπέδου on the skirts of the army, E.Supp.661; τοὺς πελταστὰς ἐπὶ τὰ κ. ἑκατέρωθεν καθίστασθαι X.HG3.2.16: also in sg., Τιμολέοντα ὥσπερ ἐκ κ. τινὸς λεπτοῦ τῆς πολίχνης τῇ Σικελίᾳ προσηρτημένον Plu. Tim.11; κ. αἰγιαλοῦ AP7.78 (Dionys. Cyzic.). 3 Medic., affection of the uvula, fimbria, Aret.SA1.8.
Greek (Liddell-Scott)
κράσπεδον: τό, ἡ ἄκρα, τὸ περιθώριον, τὸ ἀκρότατον μέρος πράγματός τινος, ἰδίως ὑφάσματος ἢ ἐνδύματος, Θεόκρ. 2. 53, Χαμαιλέων παρ’ Ἀθην. 374Α, πρβλ. 159D· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις (ἴδε ἐν λέξ. ἄκρος) Εὐρ. Μήδ. 524· κράσπεδα στεμμάτων Ἀριστοφ. Σφ. 475· ― μεταφορ., ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., τὰ ὅρια χώρας τινός, Σοφ. Ἀποσπ. 536, Εὐρ. Ἀποσπ. 382· ἐπὶ ὄρους, Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 8· πρὸς κρασπέδοισι στρατοπέδου, κατὰ τὰ ἄκρα τοῦ στρατοπέδου, Εὐρ. Ἱκέτ. 661· τοὺς πελταστὰς ἐπὶ τὰ κρ. ἑκατέρωθεν καθίστασθαι Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 16.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 bordure, frange d’un vêtement, particul. frange inférieure;
2 crête d’une montagne;
3 aile d’une armée.
Étymologie: κράς, πέδον.