κατόρθωμα: Difference between revisions
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
(6_21) |
(strοng) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατόρθωμα''': τό, [[ἐπιτυχία]] ἀκολουθοῦσα ὀρθὴν κρίσιν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[εὐτύχημα]], Ἀριστ. π. Μνήμ. 2. 3, 2· ἐν γένει, τὸ [[καλῶς]] πραχθέν, [[ἀνδραγάθημα]], Πολύβ. 1. 19, 12, Στράβων, κλ.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 251. 2) τὸ ὀρθῶς πραττόμενον, ὡς φιλοσοφικὸς ὅρος, ὀρθὴ [[πρᾶξις]], τὸ καθῆκον, Λατ. recte factum, Κικ. Fin. 3. 7, Off. 1. 3, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 16. | |lstext='''κατόρθωμα''': τό, [[ἐπιτυχία]] ἀκολουθοῦσα ὀρθὴν κρίσιν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[εὐτύχημα]], Ἀριστ. π. Μνήμ. 2. 3, 2· ἐν γένει, τὸ [[καλῶς]] πραχθέν, [[ἀνδραγάθημα]], Πολύβ. 1. 19, 12, Στράβων, κλ.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 251. 2) τὸ ὀρθῶς πραττόμενον, ὡς φιλοσοφικὸς ὅρος, ὀρθὴ [[πρᾶξις]], τὸ καθῆκον, Λατ. recte factum, Κικ. Fin. 3. 7, Off. 1. 3, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 16. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from a [[compound]] of [[κατά]] and a derivative of [[ὀρθός]] ([[compare]] [[διόρθωσις]]); [[something]] made [[fully]] [[upright]], i.e. ([[figuratively]]) [[rectification]] ([[specially]], [[good]] [[public]] [[administration]]): [[very]] [[worthy]] [[deed]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:45, 25 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A success, opp. εὐτύχημα, Arist.MM1199a13, cf. Plb.1.19.12, Str.15.1.54, D.S.13.22, Plu.Mar.10; of literary style, Longin.33.1, 36.2: pl., opp. ἀποτεύγματα, Phld.Vit.p.35 J.; v.l. for διορθ-, Act.Ap.24.2 (pl.). 2 that which is done rightly, virtuous action, in pl., opp. ἁμαρτήματα, Chrysipp.Stoic.2.295, al., cf. IG5(2).268.15 (Mantinea, i B.C.), etc.; τῶν καθηκόντων τὰ τέλεια, = τὰ κ., Stoic.3.134. 3 perfection, τέλος καὶ πέρας καὶ κ. Herm.in Phdr.p.173 A., cf. S.E.M.9.16. 4 Gramm., correct use, opp. βαρβαρισμός, Ph.1.124.
German (Pape)
[Seite 1405] τό, das Gerad-, Rechtgemachte, Wohlgelungene, das glücklich Vollbrachte; Pol. 1, 19, 12 u. öfter; D. Hal. 5, 44; D. Sic. 5, 20; Plut. Alc. 9 u. a. Sp. – Bei den Stoikern die vollkommenen Pflichten, recte factum, Cic. de fin. 3, 7 offic. 1, 3; Ggstz ἁμαρτήματα Sezt. Emp. adv. phys. 1, 16.
Greek (Liddell-Scott)
κατόρθωμα: τό, ἐπιτυχία ἀκολουθοῦσα ὀρθὴν κρίσιν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ εὐτύχημα, Ἀριστ. π. Μνήμ. 2. 3, 2· ἐν γένει, τὸ καλῶς πραχθέν, ἀνδραγάθημα, Πολύβ. 1. 19, 12, Στράβων, κλ.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 251. 2) τὸ ὀρθῶς πραττόμενον, ὡς φιλοσοφικὸς ὅρος, ὀρθὴ πρᾶξις, τὸ καθῆκον, Λατ. recte factum, Κικ. Fin. 3. 7, Off. 1. 3, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 16.
English (Strong)
from a compound of κατά and a derivative of ὀρθός (compare διόρθωσις); something made fully upright, i.e. (figuratively) rectification (specially, good public administration): very worthy deed.