γυμνότης: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
(big3_10)
(strοng)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ητος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[desnudez]] γ. καὶ ὅλου καὶ μέρεος Hp.<i>Alim</i>.16, διὰ γυμνότητα καὶ κρύος οὐ προθυμουμένων Polyaen.3.9.34, ἡ [[αἰσχύνη]] τῆς γυμνότητός σου <i>Apoc</i>.3.18, cf. Corn.<i>ND</i> 30, Diodor.T.<i>Gen</i>.M.33.1568C, rel. la pobreza ἐν λιμῷ καὶ ἐν δίψει καὶ ἐν γυμνότητι LXX <i>De</i>.28.48, cf. <i>Ep.Rom</i>.8.35, 2<i>Ep.Cor</i>.11.27<br /><b class="num">•</b>fig. ref. la sencillez o la pureza ἵν' ὑπομιμνῃσκώμεθα ... τῆς καθαρότητος καὶ τῆς γυμνότητος M.Ant.11.27, sent. espiritual Ἰακὼβ γυμνότητος ἐρᾷ ψυχικῆς Ph.1.77.<br /><b class="num">2</b> ret. [[concisión]], [[parquedad]], [[falta de adornos]] μία ... [[ἀτεχνία]] ἡ τῶν προτάσεων γ. D.H.<i>Rh</i>.10.6.
|dgtxt=-ητος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[desnudez]] γ. καὶ ὅλου καὶ μέρεος Hp.<i>Alim</i>.16, διὰ γυμνότητα καὶ κρύος οὐ προθυμουμένων Polyaen.3.9.34, ἡ [[αἰσχύνη]] τῆς γυμνότητός σου <i>Apoc</i>.3.18, cf. Corn.<i>ND</i> 30, Diodor.T.<i>Gen</i>.M.33.1568C, rel. la pobreza ἐν λιμῷ καὶ ἐν δίψει καὶ ἐν γυμνότητι LXX <i>De</i>.28.48, cf. <i>Ep.Rom</i>.8.35, 2<i>Ep.Cor</i>.11.27<br /><b class="num">•</b>fig. ref. la sencillez o la pureza ἵν' ὑπομιμνῃσκώμεθα ... τῆς καθαρότητος καὶ τῆς γυμνότητος M.Ant.11.27, sent. espiritual Ἰακὼβ γυμνότητος ἐρᾷ ψυχικῆς Ph.1.77.<br /><b class="num">2</b> ret. [[concisión]], [[parquedad]], [[falta de adornos]] μία ... [[ἀτεχνία]] ἡ τῶν προτάσεων γ. D.H.<i>Rh</i>.10.6.
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[γυμνός]]; [[nudity]] ([[absolute]] or [[comparative]]): [[nakedness]].
}}
}}

Revision as of 17:46, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυμνότης Medium diacritics: γυμνότης Low diacritics: γυμνότης Capitals: ΓΥΜΝΟΤΗΣ
Transliteration A: gymnótēs Transliteration B: gymnotēs Transliteration C: gymnotis Beta Code: gumno/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A nakedness, LXXDe.28.48,Ep.Rom.8.35,M.Ant. 10.27; γ.ψυχική Ph.1.77.    2 bare statement, τῶν προτάσεων D.H. Rh.10.6.

German (Pape)

[Seite 510] ητος, ἡ, Nacktheit, Dürftigkeit, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

γυμνότης: -ητος, ἡ, ἡ κατάστασις τοῦ γυμνοῦ, Ἑβδ. (Δευτ. κη΄48), Κ.Δ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
nudité.
Étymologie: γυμνός.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
1 desnudez γ. καὶ ὅλου καὶ μέρεος Hp.Alim.16, διὰ γυμνότητα καὶ κρύος οὐ προθυμουμένων Polyaen.3.9.34, ἡ αἰσχύνη τῆς γυμνότητός σου Apoc.3.18, cf. Corn.ND 30, Diodor.T.Gen.M.33.1568C, rel. la pobreza ἐν λιμῷ καὶ ἐν δίψει καὶ ἐν γυμνότητι LXX De.28.48, cf. Ep.Rom.8.35, 2Ep.Cor.11.27
fig. ref. la sencillez o la pureza ἵν' ὑπομιμνῃσκώμεθα ... τῆς καθαρότητος καὶ τῆς γυμνότητος M.Ant.11.27, sent. espiritual Ἰακὼβ γυμνότητος ἐρᾷ ψυχικῆς Ph.1.77.
2 ret. concisión, parquedad, falta de adornos μία ... ἀτεχνία ἡ τῶν προτάσεων γ. D.H.Rh.10.6.

English (Strong)

from γυμνός; nudity (absolute or comparative): nakedness.