χαλκηδών: Difference between revisions
From LSJ
ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone
(6_19) |
(strοng) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χαλκηδών''': -όνος, ἡ, πολύτιμός τις [[λίθος]], ὁ πρῶτος [[ἴασπις]], ὁ [[δεύτερος]] [[σάπφειρος]], ὁ [[τρίτος]] χαλκηδὼν ([[ἔνθα]] διάφ. γραφ. χαλκεδών, χαλκιδών, καρχηδών), Ἀποκάλ. κα΄, 19. | |lstext='''χαλκηδών''': -όνος, ἡ, πολύτιμός τις [[λίθος]], ὁ πρῶτος [[ἴασπις]], ὁ [[δεύτερος]] [[σάπφειρος]], ὁ [[τρίτος]] χαλκηδὼν ([[ἔνθα]] διάφ. γραφ. χαλκεδών, χαλκιδών, καρχηδών), Ἀποκάλ. κα΄, 19. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[χαλκός]] and [[perhaps]] [[εἶδος]]; [[copper]]-[[like]], i.e. "chalcedony": chalcedony. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 25 August 2017
English (LSJ)
όνος, ἡ,
A chalcedony, Apoc.21.19.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκηδών: -όνος, ἡ, πολύτιμός τις λίθος, ὁ πρῶτος ἴασπις, ὁ δεύτερος σάπφειρος, ὁ τρίτος χαλκηδὼν (ἔνθα διάφ. γραφ. χαλκεδών, χαλκιδών, καρχηδών), Ἀποκάλ. κα΄, 19.
English (Strong)
from χαλκός and perhaps εἶδος; copper-like, i.e. "chalcedony": chalcedony.