μεμβράνα: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(6_1) |
(strοng) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεμβράνα''': (ὀρθότ. μεμβρᾶνα) ἡ, τὸ Λατ. membrāna, ὡς καὶ νῦν, τὸ [[λεπτὸν]] κατειργασμένον δέρμα ὃ μετεχειρίζοντο [[ἄλλοτε]] ἀντὶ χάρτου, Β΄ Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 13· [[ὡσαύτως]] μέμβρανον, τό, Ἰω. Λυδ. 11, 14, Νικήτ. Βυζ. 769Β. | |lstext='''μεμβράνα''': (ὀρθότ. μεμβρᾶνα) ἡ, τὸ Λατ. membrāna, ὡς καὶ νῦν, τὸ [[λεπτὸν]] κατειργασμένον δέρμα ὃ μετεχειρίζοντο [[ἄλλοτε]] ἀντὶ χάρτου, Β΄ Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 13· [[ὡσαύτως]] μέμβρανον, τό, Ἰω. Λυδ. 11, 14, Νικήτ. Βυζ. 769Β. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=of Latin [[origin]] ("[[membrane]]"); a (written) [[sheep-skin]]: [[parchment]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:51, 25 August 2017
English (LSJ)
ἡ, = Lat.
A membrāna, parchment, 2 Ep.Ti.4.13, Charax 14, POxy.2156.9 (iv/v A.D.):—also μέμβρανον, τό, Lyd.Mens.1.28: hence Adj. μεμβράϊνος, PMasp.144.6 (vi A.D.), and Subst. μεμβραϊνάριος, prob. in Stud.Pal.20.194 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 129] ἡ, das lat. membrana, Haut, Pergament, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
μεμβράνα: (ὀρθότ. μεμβρᾶνα) ἡ, τὸ Λατ. membrāna, ὡς καὶ νῦν, τὸ λεπτὸν κατειργασμένον δέρμα ὃ μετεχειρίζοντο ἄλλοτε ἀντὶ χάρτου, Β΄ Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 13· ὡσαύτως μέμβρανον, τό, Ἰω. Λυδ. 11, 14, Νικήτ. Βυζ. 769Β.
English (Strong)
of Latin origin ("membrane"); a (written) sheep-skin: parchment.