χρησμολέσχης: Difference between revisions
From LSJ
μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
(6_19) |
(47b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρησμολέσχης''': -ου, ὁ, = [[χρησμηγόρος]], [[χρησμολόγος]], Λυκόφρων 1419. | |lstext='''χρησμολέσχης''': -ου, ὁ, = [[χρησμηγόρος]], [[χρησμολόγος]], Λυκόφρων 1419. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[χρησμολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρησμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λέσχης]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέσχη]] «[[συζήτηση]], [[συνομιλία]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λογο</i>-[[λέσχης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, = foreg., Lyc.1419.
German (Pape)
[Seite 1375] ὁ, – χρησμολόγος, Lycophr. 1419.
Greek (Liddell-Scott)
χρησμολέσχης: -ου, ὁ, = χρησμηγόρος, χρησμολόγος, Λυκόφρων 1419.
Greek Monolingual
ὁ, Α
χρησμολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + -λέσχης (< λέσχη «συζήτηση, συνομιλία»), πρβλ. λογο-λέσχης.