χρησμολύτης: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(6_3) |
(47b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρησμολύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, ὁ λύων, δηλ. ἑρμηνεύων χρησμούς, Τζέτζ. ἐν Λυκόφρ. 494. | |lstext='''χρησμολύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, ὁ λύων, δηλ. ἑρμηνεύων χρησμούς, Τζέτζ. ἐν Λυκόφρ. 494. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜ<br />αυτός που ερμηνεύει χρησμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρησμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λύτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>λύω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σημειο</i>-[[λύτης]], <i>ὠδινο</i>-[[λύτης]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:10, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ,
A expounder of oracles, Tz. ad Lyc.494.
German (Pape)
[Seite 1375] ὁ, der ein Orakel auflös't, auslegt, Orakeldeuter, Schol. Lycophr. 494.
Greek (Liddell-Scott)
χρησμολύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ λύων, δηλ. ἑρμηνεύων χρησμούς, Τζέτζ. ἐν Λυκόφρ. 494.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ
αυτός που ερμηνεύει χρησμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + -λύτης (< λύω), πρβλ. σημειο-λύτης, ὠδινο-λύτης].