χρυσοκόρυμβος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(6_17)
(47c)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσοκόρυμβος''': -ον, ὁ ἔχων [[χρυσοῦς]] κορύμβους, κισσὸς Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 72.
|lstext='''χρῡσοκόρυμβος''': -ον, ὁ ἔχων [[χρυσοῦς]] κορύμβους, κισσὸς Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 72.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[χρυσούς]] κορύμβους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόρυμβος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[κισσο]]-[[κόρυμβος]])].
}}
}}

Revision as of 06:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρυσοκόρυμβος Medium diacritics: χρυσοκόρυμβος Low diacritics: χρυσοκόρυμβος Capitals: ΧΡΥΣΟΚΟΡΥΜΒΟΣ
Transliteration A: chrysokórymbos Transliteration B: chrysokorymbos Transliteration C: chrysokorymvos Beta Code: xrusoko/rumbos

English (LSJ)

ον,

   A with golden clusters, κισσός Dsc.Eup.1.69.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοκόρυμβος: -ον, ὁ ἔχων χρυσοῦς κορύμβους, κισσὸς Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 72.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χρυσούς κορύμβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + κόρυμβος (πρβλ. κισσο-κόρυμβος)].