χρυσοτόρευτος: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
(6_18)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσοτόρευτος''': -ον, πεποικιλμένος διὰ χρυσοῦ, Ἑβδ. (Ἔξ. ΚΕ΄ , 18)· «χρυσοτόρευτα· χρυσόγλυφα» Ἡσυχ., πρβλ. Σουΐδ. καὶ Κύριλλ. ἐν λέξει.
|lstext='''χρῡσοτόρευτος''': -ον, πεποικιλμένος διὰ χρυσοῦ, Ἑβδ. (Ἔξ. ΚΕ΄ , 18)· «χρυσοτόρευτα· χρυσόγλυφα» Ἡσυχ., πρβλ. Σουΐδ. καὶ Κύριλλ. ἐν λέξει.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />κατεργασμένος, στολισμένος με χρυσό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τόρευτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τορεύω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκο</i>-<i>τόρευτος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοτόρευτος Medium diacritics: χρυσοτόρευτος Low diacritics: χρυσοτόρευτος Capitals: ΧΡΥΣΟΤΟΡΕΥΤΟΣ
Transliteration A: chrysotóreutos Transliteration B: chrysotoreutos Transliteration C: chrysotoreftos Beta Code: xrusoto/reutos

English (LSJ)

ον,

   A embossed with gold, LXX Ex.25.17(18); also χρῡσο-τόρνευτος, κρατήρ Ps.-Callisth.3.28.

German (Pape)

[Seite 1382] aus Gold gearbeitet, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοτόρευτος: -ον, πεποικιλμένος διὰ χρυσοῦ, Ἑβδ. (Ἔξ. ΚΕ΄ , 18)· «χρυσοτόρευτα· χρυσόγλυφα» Ἡσυχ., πρβλ. Σουΐδ. καὶ Κύριλλ. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

-ον, Α
κατεργασμένος, στολισμένος με χρυσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -τόρευτος (< τορεύω), πρβλ. χαλκο-τόρευτος].