χωλόπους: Difference between revisions
From LSJ
θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools
(6_14) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χωλόπους''': ὁ, ἡ, ὁ χωλὸς τοὺς πόδας, χωλόποδας τεύχει καὶ ἀσθενέας Μανέθων 4. 118. | |lstext='''χωλόπους''': ὁ, ἡ, ὁ χωλὸς τοὺς πόδας, χωλόποδας τεύχει καὶ ἀσθενέας Μανέθων 4. 118. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ουν, ΝΜΑ και [[χωλοίπους]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[χωλόπους]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] νωδών θηλαστικών της οικογένειας βραδυποδίδες, κν. ουνάου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χωλός]], [[κουτσός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χωλός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μικρό</i>-[[πους]]. Η λ. με την επιστημον. της σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> νεολατ. <i>choloepus</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. -ποδος,
A lame-footed, Man.4.118.
German (Pape)
[Seite 1386] πουν, gen. ποδος, lahmfüßig, fußlahm, Maneth. 4, 118.
Greek (Liddell-Scott)
χωλόπους: ὁ, ἡ, ὁ χωλὸς τοὺς πόδας, χωλόποδας τεύχει καὶ ἀσθενέας Μανέθων 4. 118.
Greek Monolingual
-ουν, ΝΜΑ και χωλοίπους Α
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χωλόπους
ζωολ. γένος νωδών θηλαστικών της οικογένειας βραδυποδίδες, κν. ουνάου
μσν.-αρχ.
χωλός, κουτσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωλός + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. μικρό-πους. Η λ. με την επιστημον. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. choloepus].