αεριοστρόβιλος: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
(No difference)
|
Revision as of 06:18, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο (Μηχανολ.)
θερμική μηχανή που μετατρέπει την ενέργεια του καυσίμου σε μηχανικό έργο χρησιμοποιώντας ως κινητήρια δύναμη (λειτουργούν μέσο) θερμό αέριο υπό πίεση. Το μηχανικό έργο αποδίδεται συνήθως μέσω ενός περιστρεφόμενου άξονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. gas turbine (αεριο-στρόβιλος)].