αθλητισμός: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
(No difference)
|
Revision as of 06:18, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο
1. ενασχόληση, επίδοση σε αθλητικά αγωνίσματα
2. το σύνολο τών σωματικών ασκήσεων, ατομικών ή ομαδικών αγωνισμάτων ή αθλημάτων, που συνήθως τελούνται υπό μορφή κωδικοποιημένων αγώνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές αθλητής + παραγ. κατάλ. -ισμός, πρβλ. γαλλ. athletisme
η λ. μπήκε στην Ελληνική στα τέλη του περασμένου αιώνα].