αλληλουχία: Difference between revisions
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(2) |
(No difference)
|
Revision as of 06:18, 29 September 2017
Greek Monolingual
η (Α ἀλληλουχία)
ο σύνδεσμος με τα προηγούμενα και τα επόμενα, συνοχή, συνάφεια, επαλληλία
νεοελλ.
(ειδικά) αιτιώδης σχέση και εξάρτηση, λογική σχέση, συνειρμός, συνέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλοῦχος, βλ. ἀλληλοῦχοι.