αιτιώδης
From LSJ
Greek Monolingual
(-ους), -ες (Α αἰτιώδης) αἰτία
αυτός που περιέχει, που κλείνει μέσα του την αιτία ενός πράγματος, ο αίτιος
νεοελλ.
φρ. «αιτιώδης σχέση», σχέση αιτίας και αποτελέσματος, αιτιότητα
αρχ.
1. αυτός που μοιάζει με την αιτία ενός πράγματος, ο φαινομενικά, ο δήθεν αίτιος
2. αιτιολογικός
3. «αἰτιώδης πρότασις», η πρόταση που εισάγεται με το διότι και εκφράζει αίτιο, δίνει μιαν αιτιολογία.