ἀλευρώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(2)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=alevrodis
|Transliteration C=alevrodis
|Beta Code=a)leurw/dhs
|Beta Code=a)leurw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like flour</b>, Gal.12.212; ἄρτος Lyc.(?)ap.<span class="bibl">Orib.9.26.8</span>.</span>
|Definition=ἀλευρῶδες, [[like flour]], Gal.12.212; ἄρτος Lyc.(?)ap.Orib.9.26.8.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ες<br />[[como harina]], [[harinoso]], [[ἀφρόνιτρον]] Gal.12.212, [[ἄρτος]] Orib.9.26.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλευρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) = [[ὅμοιος]] ἀλεύρῳ, Γαλην.
|lstext='''ἀλευρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) = [[ὅμοιος]] ἀλεύρῳ, Γαλην.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ες<br />[[como harina]], [[harinoso]], [[ἀφρόνιτρον]] Gal.12.212, [[ἄρτος]] Orib.9.26.8.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[ἀλευρώδης]]) [[ἄλευρον]] ο όμοιος με [[αλεύρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που περιέχει αρκετή [[ποσότητα]] αλεύρου.
|mltxt=-ες (Α [[ἀλευρώδης]]) [[ἄλευρον]] ο όμοιος με [[αλεύρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που περιέχει αρκετή [[ποσότητα]] αλεύρου.
}}
}}

Latest revision as of 06:30, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλευρώδης Medium diacritics: ἀλευρώδης Low diacritics: αλευρώδης Capitals: ΑΛΕΥΡΩΔΗΣ
Transliteration A: aleurṓdēs Transliteration B: aleurōdēs Transliteration C: alevrodis Beta Code: a)leurw/dhs

English (LSJ)

ἀλευρῶδες, like flour, Gal.12.212; ἄρτος Lyc.(?)ap.Orib.9.26.8.

Spanish (DGE)

-ες
como harina, harinoso, ἀφρόνιτρον Gal.12.212, ἄρτος Orib.9.26.8.

German (Pape)

[Seite 93] ες, mehlartig, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλευρώδης: -ες, (εἶδος) = ὅμοιος ἀλεύρῳ, Γαλην.

Greek Monolingual

-ες (Α ἀλευρώδης) ἄλευρον ο όμοιος με αλεύρι
νεοελλ.
αυτός που περιέχει αρκετή ποσότητα αλεύρου.