ακληρίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. -ίτισσα)<br />αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να αποκτήσει [[παιδιά]], [[άτεκνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίθ. [[άκληρος]], [[κατά]] το [[σχήμα]] [[άνομος]]-<i>ανομίτης</i>, [[λεπρός]]-[[λεπρίτης]], [[νεκρός]]-<i>νεκρίτης</i> κ.λπ.].
|mltxt=ο (θηλ. -ίτισσα)<br />αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να αποκτήσει [[παιδιά]], [[άτεκνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίθ. [[άκληρος]], [[κατά]] το [[σχήμα]] [[άνομος]]-<i>ανομίτης</i>, [[λεπρός]]-[[λεπρίτης]], [[νεκρός]]-<i>νεκρίτης</i> κ.λπ.].
}}
}}

Latest revision as of 22:49, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ίτισσα)
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να αποκτήσει παιδιά, άτεκνος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επίθ. άκληρος, κατά το σχήμα άνομος-ανομίτης, λεπρός-λεπρίτης, νεκρός-νεκρίτης κ.λπ.].