αιώνιος: Difference between revisions
μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ια (και -ία), -ιο (Α [[αἰώνιος]], -ία, -ιον και -ιος, -ιον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον αιώνα, [[παντοτινός]], [[ακατάλυτος]], [[αθάνατος]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>αἰωνίως</i> (νεοελλ. και αιώνια) διαρκώς, [[συνέχεια]]<br />[[παντοτινά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[έκφραση]] υπερβολής ή ειρωνείας)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει να κατέχει μια [[θέση]] ή ένα [[αξίωμα]] εφ' όρου ζωής ([[αιώνιος]] [[πρωθυπουργός]], [[αιώνιος]] [[φοιτητής]])<br /><b>2.</b> [[στερεός]], [[άθραυστος]], [[αθάνατος]]<br /><b>3.</b> ο [[ίδιος]] [[πάντοτε]], [[συνηθισμένος]], [[αναλλοίωτος]] (η αιώνια [[γυναίκα]])<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «αιωνία του η [[μνήμη]]», για κάποιον που πέθανε<br />«αιώνια [[ανάπαυση]]» και «[[αιώνιος]] ύπνος», ο [[θάνατος]]<br />«αιώνια ζωή», η [[μετά]] θάνατον ζωή<br />«αιώνιον πυρ», [[κόλαση]]<br />«αιώνιες μονές», [[παράδεισος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ως [[τίτλος]] του αυτοκράτορα και της αυτοκράτειρας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «<i>εἰς ζωὴν αἰώνιον</i>» — αιωνίως.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-ια (και -ία), -ιο (Α [[αἰώνιος]], -ία, -ιον και -ιος, -ιον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον αιώνα, [[παντοτινός]], [[ακατάλυτος]], [[αθάνατος]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>αἰωνίως</i> (νεοελλ. και αιώνια) διαρκώς, [[συνέχεια]]<br />[[παντοτινά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[έκφραση]] υπερβολής ή ειρωνείας)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει να κατέχει μια [[θέση]] ή ένα [[αξίωμα]] εφ' όρου ζωής ([[αιώνιος]] [[πρωθυπουργός]], [[αιώνιος]] [[φοιτητής]])<br /><b>2.</b> [[στερεός]], [[άθραυστος]], [[αθάνατος]]<br /><b>3.</b> ο [[ίδιος]] [[πάντοτε]], [[συνηθισμένος]], [[αναλλοίωτος]] (η αιώνια [[γυναίκα]])<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «αιωνία του η [[μνήμη]]», για κάποιον που πέθανε<br />«αιώνια [[ανάπαυση]]» και «[[αιώνιος]] ύπνος», ο [[θάνατος]]<br />«αιώνια ζωή», η [[μετά]] θάνατον ζωή<br />«αιώνιον πυρ», [[κόλαση]]<br />«αιώνιες μονές», [[παράδεισος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ως [[τίτλος]] του αυτοκράτορα και της αυτοκράτειρας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «<i>εἰς ζωὴν αἰώνιον</i>» — αιωνίως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἰών]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[αιωνιότητα]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:45, 29 December 2020
Greek Monolingual
-ια (και -ία), -ιο (Α αἰώνιος, -ία, -ιον και -ιος, -ιον)
1. αυτός που ανήκει στον αιώνα, παντοτινός, ακατάλυτος, αθάνατος
2. επίρρ. αἰωνίως (νεοελλ. και αιώνια) διαρκώς, συνέχεια
παντοτινά
νεοελλ.
(για έκφραση υπερβολής ή ειρωνείας)
1. αυτός που μοιάζει να κατέχει μια θέση ή ένα αξίωμα εφ' όρου ζωής (αιώνιος πρωθυπουργός, αιώνιος φοιτητής)
2. στερεός, άθραυστος, αθάνατος
3. ο ίδιος πάντοτε, συνηθισμένος, αναλλοίωτος (η αιώνια γυναίκα)
4. φρ. «αιωνία του η μνήμη», για κάποιον που πέθανε
«αιώνια ανάπαυση» και «αιώνιος ύπνος», ο θάνατος
«αιώνια ζωή», η μετά θάνατον ζωή
«αιώνιον πυρ», κόλαση
«αιώνιες μονές», παράδεισος
μσν.
1. ως τίτλος του αυτοκράτορα και της αυτοκράτειρας
2. φρ. «εἰς ζωὴν αἰώνιον» — αιωνίως.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰών.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αιωνιότητα].