αλόγιστος: Difference between revisions
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀλόγιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν συλλογίζεται, [[ασυλλόγιστος]], [[απερίσκεπτος]], [[αστόχαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί, [[αόριστος]], [[ακαθόριστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν αξίζει να ληφθεί υπ’ όψιν, [[φαύλος]], [[ποταπός]], [[τιποτένιος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ ἀλόγιστον α) η [[κατάσταση]] της ψυχής που αποκλείει τη [[λειτουργία]] της σκέψης, [[αλογιστία]], [[παραλογισμός]]<br />β) αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί, η [[τύχη]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀλόγιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν συλλογίζεται, [[ασυλλόγιστος]], [[απερίσκεπτος]], [[αστόχαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί, [[αόριστος]], [[ακαθόριστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν αξίζει να ληφθεί υπ’ όψιν, [[φαύλος]], [[ποταπός]], [[τιποτένιος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ ἀλόγιστον α) η [[κατάσταση]] της ψυχής που αποκλείει τη [[λειτουργία]] της σκέψης, [[αλογιστία]], [[παραλογισμός]]<br />β) αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί, η [[τύχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λογίζομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλογισταίνω]], [[αλογιστία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀλογιστῶ</i> ><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλογισιά]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:25, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀλόγιστος, -ον)
αυτός που δεν συλλογίζεται, ασυλλόγιστος, απερίσκεπτος, αστόχαστος
αρχ.
1. αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί, αόριστος, ακαθόριστος
2. αυτός που δεν αξίζει να ληφθεί υπ’ όψιν, φαύλος, ποταπός, τιποτένιος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλόγιστον α) η κατάσταση της ψυχής που αποκλείει τη λειτουργία της σκέψης, αλογιστία, παραλογισμός
β) αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί, η τύχη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + λογίζομαι.
ΠΑΡ. αλογισταίνω, αλογιστία
αρχ.
ἀλογιστῶ >
νεοελλ.
αλογισιά].