αλεείνω: Difference between revisions
From LSJ
τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλεείνω]] (Α)<br />(επικό [[ρήμα]] που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό)<br /><b>1.</b> [[αποφεύγω]], [[ξεφεύγω]]<br /><b>2.</b> [[υποχωρώ]], [[οπισθοχωρώ]], αποσύρομαι.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀλεείνω]] (Α)<br />(επικό [[ρήμα]] που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό)<br /><b>1.</b> [[αποφεύγω]], [[ξεφεύγω]]<br /><b>2.</b> [[υποχωρώ]], [[οπισθοχωρώ]], αποσύρομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλεF</i>-<i>εν</i>-<i>jω</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. τών λ. [[ἀλέα]], [[ἀλέομαι]] και [[πρόσφυμα]] -<i>εν</i>-) με σίγηση του ενδοφωνηεντικού <i>F</i> και [[επένθεση]]]. | ||
}} | }} |