αναθεμάτος: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
(3)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> ο [[διάβολος]], ως ο κατ’ εξοχήν [[άξιος]] αναθέματος<br /><b>2.</b> το [[δαιμόνιο]] [[καλικάντζαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προήλθε από τη [[φράση]] <i>ανάθεμά τον</i><br />(<b>[[πρβλ]].</b> «[[κάμε]] δουλειά-καμουλειά-καλειά, [[κακό]] χρόνο να 'χει - κακοχράχει» <b>κ.λπ.</b>). Κατά τον Χατζιδάκι, το [[φαινόμενο]] αυτό, του σχηματισμού μιας λέξης από δυο ή περισσότερες, συμβαίνει [[συνήθως]] στις προσφωνήσεις, επικλήσεις, διαταγές, κατάρες <b>κ.τ.ό.</b>, όπου έχει [[κανείς]] [[μπροστά]] του αυτόν τον οποίο προσφωνεί, διατάσει, βλασφημεί κ.λπ.. κι [[έτσι]] δεν υπάρχει [[ανάγκη]] να δηλώσει ρητά τον αριθμό ή το [[γένος]] κ.λπ. και [[κατά]] κανόνα βιάζεται. Μ' αυτό τον τρόπο τολμά ανεπίτρεπτες σε άλλες περιπτώσεις διαστρεβλώσεις και αποκοπές τών φθόγγων. Η άμεση [[αντίληψη]] αναπληρώνει και διασαφηνίζει ικανοποιητικά αυτό που για ψυχολογικούς λόγους ειπώθηκε [[γρήγορα]] και ελλειπτικά ή υπαινικτικά).
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> ο [[διάβολος]], ως ο κατ’ εξοχήν [[άξιος]] αναθέματος<br /><b>2.</b> το [[δαιμόνιο]] [[καλικάντζαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προήλθε από τη [[φράση]] <i>ανάθεμά τον</i><br />(πρβλ. «[[κάμε]] δουλειά-καμουλειά-καλειά, [[κακό]] χρόνο να 'χει - κακοχράχει» <b>κ.λπ.</b>). Κατά τον Χατζιδάκι, το [[φαινόμενο]] αυτό, του σχηματισμού μιας λέξης από δυο ή περισσότερες, συμβαίνει [[συνήθως]] στις προσφωνήσεις, επικλήσεις, διαταγές, κατάρες <b>κ.τ.ό.</b>, όπου έχει [[κανείς]] [[μπροστά]] του αυτόν τον οποίο προσφωνεί, διατάσει, βλασφημεί κ.λπ.. κι [[έτσι]] δεν υπάρχει [[ανάγκη]] να δηλώσει ρητά τον αριθμό ή το [[γένος]] κ.λπ. και [[κατά]] κανόνα βιάζεται. Μ' αυτό τον τρόπο τολμά ανεπίτρεπτες σε άλλες περιπτώσεις διαστρεβλώσεις και αποκοπές τών φθόγγων. Η άμεση [[αντίληψη]] αναπληρώνει και διασαφηνίζει ικανοποιητικά αυτό που για ψυχολογικούς λόγους ειπώθηκε [[γρήγορα]] και ελλειπτικά ή υπαινικτικά).
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 23 December 2018

Greek Monolingual

ο
1. ο διάβολος, ως ο κατ’ εξοχήν άξιος αναθέματος
2. το δαιμόνιο καλικάντζαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από τη φράση ανάθεμά τον
(πρβλ. «κάμε δουλειά-καμουλειά-καλειά, κακό χρόνο να 'χει - κακοχράχει» κ.λπ.). Κατά τον Χατζιδάκι, το φαινόμενο αυτό, του σχηματισμού μιας λέξης από δυο ή περισσότερες, συμβαίνει συνήθως στις προσφωνήσεις, επικλήσεις, διαταγές, κατάρες κ.τ.ό., όπου έχει κανείς μπροστά του αυτόν τον οποίο προσφωνεί, διατάσει, βλασφημεί κ.λπ.. κι έτσι δεν υπάρχει ανάγκη να δηλώσει ρητά τον αριθμό ή το γένος κ.λπ. και κατά κανόνα βιάζεται. Μ' αυτό τον τρόπο τολμά ανεπίτρεπτες σε άλλες περιπτώσεις διαστρεβλώσεις και αποκοπές τών φθόγγων. Η άμεση αντίληψη αναπληρώνει και διασαφηνίζει ικανοποιητικά αυτό που για ψυχολογικούς λόγους ειπώθηκε γρήγορα και ελλειπτικά ή υπαινικτικά).