άχαρος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
(7) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο [[χάρη]]<br />αυτός που δεν έχει [[χάρη]], ο [[άκομψος]], ο [[άσχημος]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο [[χάρη]]<br />αυτός που δεν έχει [[χάρη]], ο [[άκομψος]], ο [[άσχημος]].<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο [[χαρά]] ή [[χαίρομαι]]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν δοκιμάζει ή δεν δοκίμασε [[χαρά]], ο [[δύστυχος]]<br /><b>2.</b> όποιος δεν φέρνει [[χαρά]], ο [[θλιβερός]]<br /><b>3.</b> (σε [[κατάρα]]) [[εκείνος]] που [[μακάρι]] να μη νιώσει [[χαρά]]. | ||
}} | }} |