ταλαντοῦχος: Difference between revisions

(12)
 
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=talantoychos
|Transliteration C=talantoychos
|Beta Code=talantou=xos
|Beta Code=talantou=xos
|Definition=ον, (ἔχω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">holding the balance</b>: metaph., <b class="b3">Ἄρης τ. ἐν μάχῃ</b> <b class="b2">he who holds the scale</b> in battle, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>439</span> (lyr.).</span>
|Definition=ταλαντοῦχον, ([[ἔχω]]) [[holding the balance]]: metaph., <b class="b3">Ἄρης τ. ἐν μάχῃ</b> [[he who holds the scale]] in battle, [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''439 (lyr.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1065.png Seite 1065]] die Waage haltend u. abwägend; [[Ἄρης]] ταλ. ἐν μάχῃ, der das Kriegsglück in der Schlacht zuwägt, Aesch. Ag. 450.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />[[qui tient la balance]].<br />'''Étymologie:''' [[τάλαντον]], [[ἔχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰλαντοῦχος:''' держащий весы, т. е. определяющий исход (сражения) ([[Ἄρης]] Aesch.).
}}
{{ls
|lstext='''τᾰλαντοῦχος''': -ον, ([[ἔχω]]) ὁ κρατῶν τὰ τάλαντα, τὰς πλάστιγγας, μεταφ., Ἄρης [[ταλαντοῦχος]] ἐν μάχῃ [[δορός]], ὁ μετατρέπων ἢ [[ὁρίζων]] τὴν ἔκβασιν τῆς μάχης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 439 ([[ἔνθα]] ἡ γεν. δορὸς ἀνήκει εἰς τὸ μάχῃ, οὐχὶ εἰς τὸ ταλ-.).
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / ταλαντοῦχος, -ον, ΝΑ, θηλ. και [[ταλαντούχος]] Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βαθύπλουτος]]<br /><b>2.</b> ο [[προικισμένος]] με [[ταλέντο]] («[[ταλαντούχος]] [[ηθοποιός]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που κρατά τους δίσκους του ζυγού, της ζυγαριάς («[[Ἄρης]]... ταλαντοῦχος ἐν μάχῃ [[δορός]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάλαντον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰλαντοῦχος:''' -ον ([[ἔχω]]), αυτός που κρατάει τα τάλαντα, την [[ζυγαριά]]· μεταφ., [[Ἄρης]] [[ταλαντοῦχος]], αυτός που ορίζει την [[έκβαση]] της μάχης, σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τᾰλαντ-οῦχος, ον, [ἔχω]<br />holding the [[balance]]: metaph., [[Ἄρης]] τ. who turns the [[scale]] in [[battle]], Aesch.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[τάλαντον]] + [[ἔχω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στό [[ρῆμα]] [[τλάω]].
}}
}}

Latest revision as of 22:05, 29 October 2024

English (LSJ)

ταλαντοῦχον, (ἔχω) holding the balance: metaph., Ἄρης τ. ἐν μάχῃ he who holds the scale in battle, A.Ag.439 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1065] die Waage haltend u. abwägend; Ἄρης ταλ. ἐν μάχῃ, der das Kriegsglück in der Schlacht zuwägt, Aesch. Ag. 450.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
qui tient la balance.
Étymologie: τάλαντον, ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

τᾰλαντοῦχος: держащий весы, т. е. определяющий исход (сражения) (Ἄρης Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλαντοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ κρατῶν τὰ τάλαντα, τὰς πλάστιγγας, μεταφ., Ἄρης ταλαντοῦχος ἐν μάχῃ δορός, ὁ μετατρέπων ἢ ὁρίζων τὴν ἔκβασιν τῆς μάχης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 439 (ἔνθα ἡ γεν. δορὸς ἀνήκει εἰς τὸ μάχῃ, οὐχὶ εἰς τὸ ταλ-.).

Greek Monolingual

-α, -ο / ταλαντοῦχος, -ον, ΝΑ, θηλ. και ταλαντούχος Ν
νεοελλ.
1. βαθύπλουτος
2. ο προικισμένος με ταλέντοταλαντούχος ηθοποιός»)
αρχ.
μτφ. αυτός που κρατά τους δίσκους του ζυγού, της ζυγαριάς («Ἄρης... ταλαντοῦχος ἐν μάχῃ δορός», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάλαντον + -οῦχος].

Greek Monotonic

τᾰλαντοῦχος: -ον (ἔχω), αυτός που κρατάει τα τάλαντα, την ζυγαριά· μεταφ., Ἄρης ταλαντοῦχος, αυτός που ορίζει την έκβαση της μάχης, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

τᾰλαντ-οῦχος, ον, [ἔχω]
holding the balance: metaph., Ἄρης τ. who turns the scale in battle, Aesch.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό τάλαντον + ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα τλάω.