αιμάτωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το <b>Ιατρ.</b><br />[[συλλογή]] αίματος σε [[κοιλότητα]] ή ιστό του σώματος ως [[αποτέλεσμα]] αιμορραγίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. (<i>αι</i>)[[μάτωμα]] παράγεται από το ρ. (<i>αι</i>)[[ματώνω]]. Ο επιστημον. όρος [[αιμάτωμα]] προέρχεται από το <i>haematoma</i>, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής <span style="color: red;"><</span> ρ. <i>αἱματῶ</i> (-<i>όω</i>)].
|mltxt=το <b>Ιατρ.</b><br />[[συλλογή]] αίματος σε [[κοιλότητα]] ή ιστό του σώματος ως [[αποτέλεσμα]] αιμορραγίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο τ. (<i>αι</i>)[[μάτωμα]] παράγεται από το ρ. (<i>αι</i>)[[ματώνω]]. Ο επιστημον. όρος [[αιμάτωμα]] προέρχεται από το <i>haematoma</i>, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής <span style="color: red;"><</span> ρ. <i>αἱματῶ</i> (-<i>όω</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 22:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

το Ιατρ.
συλλογή αίματος σε κοιλότητα ή ιστό του σώματος ως αποτέλεσμα αιμορραγίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. (αι)μάτωμα παράγεται από το ρ. (αι)ματώνω. Ο επιστημον. όρος αιμάτωμα προέρχεται από το haematoma, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < ρ. αἱματῶ (-όω)].