αήτης: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀήτης]], ο και [[ἀήτη]], η (Α)<br /><b>1.</b> (με τις γενικές «ἀνέμου» «ἀνέμων Ζεφύρου») δυνατό [[φύσημα]], βίαια, [[θυελλώδης]] [[πνοή]], [[θύελλα]]<br /><b>2.</b> (απόλ. [[χωρίς]] τη γενική) [[άνεμος]], [[αέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄημι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀητόρρους]]].
|mltxt=[[ἀήτης]], ο και [[ἀήτη]], η (Α)<br /><b>1.</b> (με τις γενικές «ἀνέμου» «ἀνέμων Ζεφύρου») δυνατό [[φύσημα]], βίαια, [[θυελλώδης]] [[πνοή]], [[θύελλα]]<br /><b>2.</b> (απόλ. [[χωρίς]] τη γενική) [[άνεμος]], [[αέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄημι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀητόρρους]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀήτης, ο και ἀήτη, η (Α)
1. (με τις γενικές «ἀνέμου» «ἀνέμων Ζεφύρου») δυνατό φύσημα, βίαια, θυελλώδης πνοή, θύελλα
2. (απόλ. χωρίς τη γενική) άνεμος, αέρας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄημι.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀητόρρους].