αήτης

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

ἀήτης, ο και ἀήτη, η (Α)
1. (με τις γενικές «ἀνέμου» «ἀνέμων Ζεφύρου») δυνατό φύσημα, βίαια, θυελλώδης πνοή, θύελλα
2. (απόλ. χωρίς τη γενική) άνεμος, αέρας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄημι.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀητόρρους].