δείσα: Difference between revisions

From LSJ

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
(8)
 
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=δεῑσα, η (Α)<br />[[μούχλα]], [[ακαθαρσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[λέξη]] αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[δείσα]] προέρχεται πιθ. από τ. <i>g</i><sup>w</sup><i>eidh</i>-<i>ia</i> ή <i>g</i><sup>w</sup><i>eidh</i>-<i>sa</i> με [[αναγωγή]] σε [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>eid</i> (<i>h</i>)- «[[λάσπη]], [[ρύπος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. σλαβ. <i>židŭkŭ</i> «πολύ [[ζουμερός]]», ρωσ. <i>židkij</i> «[[υγρός]]», αρχ. νορβ. <i>kveisa</i> «όγκος») Κατ' άλλους, πρόκειται για δημώδη λ. που προέρχεται από τον αόρ. <i>έδεισα</i> που εμπεριέχει τη [[σημασία]] «[[φρίκη]], [[κάτι]] που προκαλεί τρόμο» (<b>[[πρβλ]].</b> [[κνίσα]], <i>άση</i>)].
|mltxt=δεῖσα, η (Α)<br />[[μούχλα]], [[ακαθαρσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[λέξη]] αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[δείσα]] προέρχεται πιθ. από τ. <i>g</i><sup>w</sup><i>eidh</i>-<i>ia</i> ή <i>g</i><sup>w</sup><i>eidh</i>-<i>sa</i> με [[αναγωγή]] σε [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>eid</i> (<i>h</i>)- «[[λάσπη]], [[ρύπος]]» ([[πρβλ]]. αρχ. σλαβ. <i>židŭkŭ</i> «πολύ [[ζουμερός]]», ρωσ. <i>židkij</i> «[[υγρός]]», αρχ. νορβ. <i>kveisa</i> «όγκος») Κατ' άλλους, πρόκειται για δημώδη λ. που προέρχεται από τον αόρ. <i>έδεισα</i> που εμπεριέχει τη [[σημασία]] «[[φρίκη]], [[κάτι]] που προκαλεί τρόμο» ([[πρβλ]]. [[κνίσα]], <i>άση</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 27 May 2022

Greek Monolingual

δεῖσα, η (Α)
μούχλα, ακαθαρσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λέξη αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. δείσα προέρχεται πιθ. από τ. gweidh-ia ή gweidh-sa με αναγωγή σε ρίζα gweid (h)- «λάσπη, ρύπος» (πρβλ. αρχ. σλαβ. židŭkŭ «πολύ ζουμερός», ρωσ. židkij «υγρός», αρχ. νορβ. kveisa «όγκος») Κατ' άλλους, πρόκειται για δημώδη λ. που προέρχεται από τον αόρ. έδεισα που εμπεριέχει τη σημασία «φρίκη, κάτι που προκαλεί τρόμο» (πρβλ. κνίσα, άση)].